Tuesday, February 10, 2009

Γκάβλα, γκάβλα, γκάβλα (Θανάσης Τριαρίδης,τα μελένια λεμόνια)

Βιβλίο τριακοστό

1

Στην αρχή ήτανε το χάος * και μέσα στο χάος ο Θεός. * Μήτε κοιμότανε, μήτε ξυπνούσε, * βοσκούσε το διάφανο σκοτάδι κι έτρεφε την ανυπαρξία του. * Κάποτε ήρθε η Νύχτα, τον κύκλωσε ερεθισμένη, * τον βούτηξε μέσα στη μαυρίλα της, άρχισε να τον γλείφει με τις χίλιες γλώσσες της. * Μια πρωτόφαντη γλύκα φούντωσε τότε τον Θεό, * η γκάβλα τον αλάλιασε, * γίνηκε κάψα, * γίνηκε δίψα και πόθος, * τρέλα και πεθυμιά θανάτου. * Από τούτη την γκάβλα ξεκίνησαν όλα.

Άρχισε, λοιπόν, να σβαρνιέται πίσω-μπρος, * να χτυπιέται με λύσσα, να στροβιλίζεται γύρω από τον εαυτό του, * να ζουλιέται αφρισμένος με τα πέπλα της νύχτας. * Κάποτε τινάχτηκαν τα χύσια του κι έλαμψε ο κόσμος. * Έτσι εγένετο φως. * Κι έτσι γέμισε το στόμα του με την πίκρα του θανάτου.

Τότε θέλησε να πιει νερό για να πλύνει την πικρίλα, * τότε θέλησε θάλασσες και ποτάμια, * τότε θέλησε στεριά για να μπορεί να ξαποσταίνει, * θέλησε ουρανό για να ελπίζει, * άστρα για να τα βλέπει και να ονειρεύεται, * δέντρα για να χαίρεται τον ήσκιο τους, * λουλούδια για να ρουφά τη μυρωδιά τους, * πρόβατα για να πίνει το γάλα τους * και φίδια * πάντοτε είναι χρήσιμα τα φίδια.

Και μια και δυο, τα έφτιαξε όλα αυτά * κι έφτυσε σάλια στον αέρα και γεννήθηκαν οι άγγελοι * για να μεταφέρουν τη σοφία του πάνω στα πράγματα.

Κι έπειτα θέλησε το δειλινό – * κι έβαλε τον ήλιο να βασιλέψει στον ορίζοντα. *Στάθηκε στην άκρη του γκρεμού και είδε: * κόκκινος ουρανός, κόκκινη γη, κόκκινη θάλασσα, * θάνατος και ανάσταση του κόσμου. * Τότε δάκρυσε ο Θεός * και μαζί με το δάκρυ του τον γέμισε η μοναξιά.

Είναι στ' αλήθεια φοβερή ετούτη η μοναξιά, * χειρότερη από την ανυπαρξία, * χειρότερη από το τίποτε, * κι οι άγγελοί μου είναι μονάχα μαντατοφόροι, * έτσι σκέφτηκε κι έφτυσε το σάλιο του στη λάσπη.

Και από τη λάσπη έφτιαξε έναν άντρα που σπέρνει. * Κι από τη λάσπη έφτιαξε και μια γυναίκα που οργώνεται. * Κι έπειτα γέμισε με αέρα τα πνευμόνια του, * για μια στιγμή συλλογίστηκε τι πήγαινε να κάνει, * ας είναι, μονολόγησε, * οι άνθρωποι θα σκουπίζουνε τα δάκρυά μου * και θα γιατρεύουν τη μοναξιά μου – * κι άμα σηκώσουνε κεφάλι, τους συντρίβω.

Κι έπειτα τους φύσηξε και τους ζωντάνεψε.



***

source: www.triaridis.gr

No comments: