Wednesday, September 24, 2008

"Ντεσπεράδος" θα πει...


«"Ντεσπεράδος" θα πει: εκείνος που ξέρει καλά πως δεν έχει να πιαστεί από τίποτα, που τίποτα δεν πιστεύει, και μη πιστεύοντας κυριεύεται από λύσσα. H φύση του δεν μεταρσιώνεται παρά μέσα στην ανταρσία. Ποιος είναι ο δρόμος για την εκπλήρωση του δικού του νόμου; Nα διαταράξει την τάξη, να συντρίψει το πρωτόκολλο, να ξεστρατίσει από τους προγόνους N' αλητεύει στ' απαγορευμένα, στις αγέρωχες κι επικίντυνες περιοχές του αβέβαιου. Nα δέχεται ατάραχος -ακόμη περισσότερο: σαν ευλογία- την κατάρα του πατέρα και της μάνας. Nα έχει το θάρρος να είναι μόνος»
Kαζαντζάκης

Sunday, September 21, 2008

electric litany "tear"

Mr Gaudi

Barca alley 2

For Vomiting Only...(The fine art of selfdestruction v.1)



You can't pee or take a crap in it. This one is for unexpected stomach spasms: forced or unforced, you just have to make it on time in the WC.

Barca alley

don't look up

ignorance is a bliss

σκέψεις γύρω από το οντολογικό επιχείρημα

Η πρώτη εκδοχή του οντολογικού επιχειρήματος, που διατυπώθηκε από τον Άγιο Ανσέλμο (1033-1109), πάει κάπως έτσι: Θεός είναι, εξ' ορισμού, αυτό που τίποτα μεγαλύτερο του δεν μπορούμε να συλλάβουμε. Επομένως, δεν μπορούμε να συλλάβουμε τον Θεό ως μη υπαρκτό, αφού σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή υπάρχει, μπορούμε να Τον συλλάβουμε ως ότι μεγαλύτερο υπάρχει. Συνεπώς, είναι αδιανόητο να μην υπάρχει Θεός. Ergo σημαίνει Θεός. Κατα τον Άνσελμο λοιπόν, περιθώριο για ανυπαρξία του Θεού δέν υπάρχει.


Σ' αυτήν την απόπειρα οντολογικής απόδειξης της ύπαρξης του Θεού εναντιώθηκε κατα πρώτον ο βενεδικτίνος μοναχός Γκαουνίλο, ήδη στον ενδέκατο αιώνα, με την εύστοχη παρατήρηση οτι η παραδοχή της νοητικής σύλληψης ορισμένου αντικειμένου, σε συνδυασμό με την παράλληλη δυνατότητα περιγραφής του, δέν ταυτίζεται αναγκαίως και με την οντολογική ύπαρξή του*. Έχουμε πχ τη νοητική σύλληψη της νεράϊδας, με την έννοια οτι είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα της αντίστοιχης έννοιας, όμως αυτή η ανάλυση των συστατικών στοιχείων της έννοιας της νεράϊδας δέν σημαίνει αναγκαίως οτι υπάρχουν νεράϊδες.


Μολοντούτο, τον δέκατο έβδομο αιώνα, ο Descartes, πατέρας της νεότερης φιλοσοφίας, επανήλθε στην προσπάθεια του Άνσελμου για την οντολογική απόδειξη του , Θεού υποστηρίζοντας οτι η ψυχή μας είναι εφοδιασμένη με ορισμένες έμφυτες ιδέες ή έννοιες, μιά απο τις οποίες είναι και η ιδέα της τελειότητας, η οποία εξ ορισμού αναφέρεται στο όντως τέλειο όν, το οποίο δέν μπορεί να είναι άλλο παρα ο Θεός, αφού, διαφορετικά, δηλαδή αν δέν θα υπήρχε ο Θεός, ως το τέλειο όν, δέν θα μπορούσε να υπάρχει ούτε η ιδέα της τελειότητας **.


Σ' αυτήν την επιχειρηματολογία αντιτάχθηκε ο Kant με την εύστοχη παρατήρηση οτι το ρήμα «είναι», με το οποίο προσδίδονται στο Θεό οι ιδιότητες του αόρατου, του παντοδύναμου, του αθάνατου και της πρωταρχικής αιτίας του κόσμου, προσδιορίζει μέν τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της έννοιας του Θεού, αλλά δεν εξοπλίζει αυτήν την έννοια και με την αναγκαιότητα της παραδοχής της ύπαρξής του μέσα στην πραγματικότητα ***.


Ο Goedel, όπως και ο Leibniz, πίστευε ότι η περίφημη "οντολογική απόδειξη για την ύπαρξη Θεού " (όπως την "βάφτισε" ιστορικά ο Καντ) είναι έγκυρη σε κάποια εκδοχή της. Το σκεπτικό της συγκεκριμένης απόδειξης ήταν ότι, για να αποφανθούμε σχετικά με την ύπαρξη Θεού πρέπει πρώτα να ορίσουμε επακριβώς την έννοια Θεός. Όπως είχε πει εμπιστευτικά ο Goedel σε έναν συναδελφό του, τον φιλόσοφο Morton White, βρισκόταν πολύ κοντά στην τελειοποίηση μιας νέας παραλλαγής του οντολογικού επιχειρήματος ****.



* Θ. Πελεγρίνης, Λεξικό της Φιλοσοφίας (2004), λέξη: Γκαουνίλο, σελ. 754 επ.


** Πελεγρίνης, ο.π. λ. Ντεκάρτ, σελ. 1073.

11:46

11:45

Friday, September 5, 2008

tv

drops

hand's shadows

stereotype

bottle

Η ΜΕΘΥΣΜΕΝΗ ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΑΒΑΦΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ

Τι θα ‘λεγες αγάπη μου να βάφαμε το σπίτι
Να το περνούσαμε ένα χέρι που έγινε χάλια
Ξέρω κάτι καλούς μαστόρους κάτι καλά παιδιά
Έχουν αναλάβει ένα κάρο τέτοιες δουλειές
Εμείς απλά θα πρέπει να σύρουμε τα έπιπλα
Να τα μαζέψουμε στο κέντρο του σαλονιού

Κοιτάζω εδώ και μέρες τους τοίχους τους καημένους
Έχουν μαυρίσει για τα καλά θα μπορούσες να πεις
Λες και κάποιος εσωτερικός ήλιος τους έκαψε
Γι αυτό ας τους αλείψουμε μ’ αντηλιακό μωρό μου
Αστειεύομαι σπουργίτι μου απλά το μόνο που θέλω
Είναι να τους δω και πάλι σοβατισμένους

Έπειτα τα έπιπλα κούκλα θα έχουν πολλά να πουν
Τόσα χρόνια από απόσταση το ένα βλέπει τ’ άλλο
Είναι ευκαιρία να τα κατευθύνουμε στο κέντρο
Στη μέση απ’ το σαλόνι θα γνωριστούν καλύτερα
Θα τα σκεπάσουμε με νάιλον κι εφημερίδες
Θα στρώσουμε παντού ολόγυρα στο πάτωμα

Λοιπόν γλύκα κοίτα να το κάνεις γρήγορα απόφαση
Εντάξει μπορεί να ταλαιπωρηθούμε λίγες μέρες
Όμως μετά θ’ απολαμβάνεις ένα ταβάνι μούρλια
Τοίχους πιο λευκούς κι από κόλλα άλφα τέσσερα
Ίσως μονάχα ένα πρόβλημα με τα έπιπλα προκύψει
Ίσως αγαπηθούν και δεν γυρίσουν στη θέση τους

Μα δεν πειράζει αγαπούλα μη το πάρεις κατάκαρδα
Μια νέα διακόσμηση ποτέ δεν έβλαψε κανέναν

theater

time

fish eye mooned (industrial mix)

oblivion (live earth)

dolls

street

bad dream (2)

meet joe black

ύστερα βλέπουμε

Είναι μέχρι να πάρω το μαχαίρι και να κόψω τα ράμματα
που με συνδέουν με το βάπτισμα των χειλιών σου.

Είναι μέχρι να το πάρω απόφαση και να σταματήσω να αυτοκτονώ.

Το μαγικό δηλητήριο τελευταία στιγμή κάποιος καθρεύτης μου το ληστεύει
και μένω εδώ πάλι με το ίδιο άρρωστο μαστιγωμένο ανδρείκελο,
εαυτός αντί εαυτού,
εισπνοή, εκπνοή,
με μια πλασίμπο συνταγή για την επόμενη αυτοκτονία.

Είναι μέχρι να σταματήσω να τουφεκίζω τα σύννεφα, μέχρι να σταματήσω να μετράω σκοτωμένα πεδία ονείρων, μέχρι να ονειροστραφώ πίσω στη μήτρα, έρωτας με τον αρχικό εαυτό, αυτό είναι ,τι θαύμα, τι μέγα θαύμα!

(Τις πληγές, τις ρίχνεις βενζίνη και ένα σπίρτο, ή της ράβεις προσεκτικά, έτσι ώστε όταν ξανανοίξουν να είσαι έτοιμος να αυτοκτονήσεις ξανά.)


Είναι μέχρι να πάρω το μαχαίρι και να τεμαχίσω εκείνη τη βροχή που είδα στα μάτια σου.

Ύστερα βλέπουμε.

Thursday, September 4, 2008

θα ξαναρθούμε

θα ξανάρθει ο καιρός
που το όνειρο
θα μας ξυρίσει το σαράκι και το κουράγιο

μια ελπίδα που έγινε υγρασία
μια μάχη που έγινε τηλεοπτικό σόου
μια πρώην που θέλει πίσω τη γάτα
μια πληγή που στάζει τόσο,
που έγινε λίμνη και σε κατάπιε

μια αλήθεια που έγινε συνήθεια,
απο αυτές που κρύβεις

κάτω από την ψυχολογική σου μοκέτα

μαζί με τις επαναστάσεις και τις τσόντες.

μια διαμαρτυρία που γέρασε
και έγινε καρκίνωμα,
ένα απλανές,
αθόρυβο μπουζούκι
στο τέλος του νου,

το κορίτσι που μένει στον πρώτο όροφο
εκείνο που σε γούσταρε
και σήμερα σε κοίταξε λες
και μόλις,
ξανά,
βγήκες από τον τάφο.

Πιάνουμε τα όνειρα κοτσίδα
και τα κάνουμε μπουγάδα
μαζί με τα ξώβυζα βράδια της εφηβείας
μαζί με τις επαναστάσεις που
δεν προλάβαμε να κάνουμε

η tv έχει και off

Μετά τον ψυχολόγο, δεν είπα πολλά με το κορίτσι μου

με άφησε να κουρνιάσω στο κρεβάτι μου
και στο εξοχικό της μάνας της, σε ένα χαμένο σημείο του χάρτη.

για να καταλάβεις, έλεγα γκαβλιάρα την Φλέσσα
και παπάρια τους ξεφωνημένους.


Ακουλούθησα τις εντολές,
δεν έπαιρνα ναρκωτικά
δεν έπινα αλκοόλ

πρόσεχα τα ζωντανά στη φάρμα

τα απογεύματα έβλεπα τηλεόραση.
το ξημέρωμα συμφωνούσα με τον Λυριτζή
το μεσημέρι συμφωνούσα με τη σύψη
το απόγευμα συμφωνούσα με την κατάθλιψη.

το βράδυ συμφωνούσα με όλους.

Ύστερα,την καινούργια μέρα, αποφάσισα να ακούσω τον εαυτό μου.

Και κατάλαβα πως δεν έχω γνώμη.

Και κατάλαβα, πως, αν είχα γνώμη, θα ήταν εξωφρενικά δύσκολο να την εκφράσω με τον τρόπο που πρέπει.

και τι σημαίνει πρέπει;

σημαίνει:

γάμησέ τους όλους.
κανένας δεν είναι πιο μαλάκας από σένα.
Εσένα κάνανε τελευταίο κρίκο.
Αλλά γάμησέ τους.

Ολους

Μέχρι να τρίζουν τα κόκαλα.

Όλους ρε...

παλιοσκυλα που το παίζουν λύκοι

τι να ζητήσεις από ένα αναλώσιμο σύμπαν..

να πέφτει βροχή, με στάλες βαριοπούλες, να κοιμηθώ μια μέρα ξέγνοιαστος, ενώ το παρελθόν κάνει κουπί, ενώ το παρόν προλαβαίνει το τρένο, ενώ το μέλλον καταργεί την ειρωνική ματιά του.

το αρχέτυπο να τρίβει τα μάτια του, μπροστά στο καινούργιο, όχι από ανάγκη, αλλά από δέος.

Από λύσσα για κάτι καινούργιο, αυτόφωτο.


Έβλεπα διαφημήσεις, είχε μια γκόμενα που διαφήμιζε σαμπουάν,
σκεφτόμουν πόσο θα ταίριαζε με τη μπύρα μου μια τέτοια γκόμενα

κι έξω από το τζάμι του ταξί, είδα μια εκνευρισμένη ράτσα
ψάχνουν το μαχαίρι, ή το κόκαλο
ψάχνουν κάποιον να λιθοβολήσουν- έτσι τους είπαν.

απλά αν κοιτάς τον ουρανό,
είναι σίγουρο πως θα φας τη κεφάλα σου σε καμια κολώνα,
η κάτι ακόμη χειρότερο

πχ, στην πραγματικότητα

η στην ενημέρωση της πρόβλεψης της πραγματικότητας.

ακόμη καλύτερα: στον εκτροχιασμό της πραγματικότητας,
μέσω hardcore τηλεκατευθυνόμενης πλασματικής βίας.

πάλι καλά το τζάμι του σπιτιού μου,
είναι μονίμως θολό από την κάπνα,
αποφεύγω μάλλον,
τα δυνητικά έκτροπα
σε περίπτωση που θα έκανα την ιστορική κίνηση να κοιτάξω έξω
σε περίπτωση που θα έβρισκα το έξω πιο ενδιαφέρον από το μέσα.

αυτό βολεύει βεβαίως
βρομόσκυλα σαν εμάς που το παίζουμε λύκοι...

αλλά αν θέλουμε να είμαστε λύκοι,

δεν χρειαζόμαστε καμία συνταγή
δεν χρειαζόμαστε καμία διαταγή
επιταγή
παραβολή
υποταγή
αναγωγή
υποβολή
υπερβολή...

καμία πια αναβολή
για να είμαστε λύκοι

απλα θα βγούμε έξω και θα ουρλιάξουμε αυτό που θέλουμε.

your ghost

το κορίτσι μου

(για την Σ.Δ.)

το κορίτσι μου έχει χείλια από λησμονιά

το κορίτσι μου έχει ένα λινό αόρατο φόρεμα για αναπνοή

το κορίτσι μου έχει το μοιραίο βλέμμα χιλίων λύκων σε προσευχή

το κορίτσι μου μπορεί να πιει όλο τον πόνο μου μονορούφι και να μου ζητήσει κι άλλον

το κορίτσι μου δεν ρώτησε ποτέ γιατί δεν πέθανα ψάχνοντας το ουράνιο τόξο

το κορίτσι μου με το στήθος της αιώνιας άνοιξης

το κορίτσι μου με μαλλιά την στρατόσφαιρα

το κορίτσι μου με το δάκρυα που αυτοκτονεί ποτάμι

το κορίτσι μου με αφαλό σα Σύμπαν

το κορίτσι μου με αφή σα θάλασσα

το κορίτσι μου με πέλμα αγάλματος


το κορίτσι μου που γλιστρά υπόγεια στις σκέψεις για να μην λερώσει την ποιητική της

το κορίτσι μου έχει τατουάζ το τέλος του κόσμου

...στο bar Mr Jones (προτελευταίο ποτό)

(σημειώσεις προς ναυτιλομενους)

Μην νομίζετε ότι όλος ο κόσμος είναι πίτα. Πιθανόν και να είναι, πιθανόν και όχι.
Μην ξερνάτε πάνω στην κοπελιά σας.
Μην ξερνάτε πάνω σε αστυνομικούς.
Μην κολλάτε σε οτιδήποτε γένους θηλυκού.
Μην τηλεφωνείτε στην πρώην σας.
Μην κερνάτε τον μπάρμαν. Είναι άκυρο.
Μην προσπαθήσετε να περπατήσετε ευθεία γιατί θα πέσετε.
Μην βρίζετε τους περαστικούς.
Μην βρίζετε τον αέρα.
Μην βρίζετε το κινητό σας. Δεν το βρίσκετε γιατί α) σας έπεσε, β) το ξεχάσατε στο μαγαζί, γ) δεν το πήρατε γενικώς μαζί σας.
Το ουίσκι, σε συνδυασμό με τη βότκα ,σε συνδυασμό με την τεκίλα, σε συνδυασμό με τη μπύρα δεν βοηθούν για μια σωστή και φυσιολογική ανάπτυξη.
Δεν είναι στραβός ο γιαλός. Όχι δεν είναι.
Αυτές οι τρεις μουνάρες μπροστά σας δεν είναι παρά η μέτρια γκόμενα του κολλητού σας.
Αν δεν βρίσκετε τα κλειδιά σας δεν σπάτε έτσι απλά την πόρτα. Όχι. Είναι ντροπή. Μας βλέπουνε.
Την άλλη μέρα, δεν είναι ο κόσμος ανάποδα. Εσείς είστε.
Δεν θυμάστε τίποτα από χθες, αλλά χαλαρώστε και κρατήστε την ψυχραιμία σας γιατί κατά οχδόντα της εκατό έχετε κάνει μαλακία.
Μην κοιτάξετε τον καθρέφτη. Δεν σας παίρνει.
Μην υπερτιμάτε τον καφέ. Ο καφές δεν είναι κανένα μαγικό αντιμεθυσματικό μαντζούνι. Ένας καφές δεν σβήνει δέκα λίτρα μπύρας και ογδόντα σφηνάκια. Ο καφές είναι απλώς καφέ.

για τον Α.Τ.

στη μέση μιας αφυδατωμένης λίμνης

όλα καλά

έναν αναπτήρα να είχα ρε πούστη μου...

ζεστή μπύρα, μια χαρά

όμορφα σύννεφα, μια χαρά

(έχεις δει ποτέ άσχημο σύννεφο;)

αυτοκτονώ κάθε μέρα σε διαφορετικό τοπίο
με διαφορετικούς ανθρώπους
με διαφορετικό μέσο

την τελευταία φορά
πριν
παραλίγο


κατάλαβα πόσο μάταια είναι όλα
ακόμη
και η ιδέα να παραιτηθώ δήλωνε μάταια
ανούσια

και παραιτήθηκα από την παραίτηση.

Ένας καλός άνθρωπος, φίλος, ας τον πούμε, μου πρότεινε αυτοκτονικό ταξιδάκι.

"Την κάνουμε ρε μαλάκα;"
"Την κάνουμε"

Έχει και σαράβαλο αμάξι, ούτε που θα μας πάρουν πρέφα.

Το μόνο που έλεγαν

" Μια καταραμένη στροφή' '' ή '' ο νταλικέρης που τον πήρε ο ύπνος''

ακόμη χειρότερα: '' η πουτάνα η μοίρα το είχε γραμμένο.."'

αυτό προφανώς θα το πουν φίλοι φίλων , άσχετοι με το όλο θέμα, γενικοί κομπάρσοι στη κηδεία ενός κομπάρσου

ένα τίποτα

αδιάφοροι που λένε αδιάφορα πράγματα.

Κανένας να βρεθεί να πει για τους χάρτες που πεθαίναμε στην όψη τους
Κανένας να βρεθεί να πει για όνειρα που κάναμε
για τα τρένα που χάσαμε
για τους ουρανούς που υποτιμήσαμε
για τις υποσχέσεις που δεν κρατήσαμε
για τον κόσμο που δεν αλλάξαμε

Τίποτα.

Μόνο μαύρα ρούχα, κονιάκ,τη μάνα μου να τη βαστάει ένας κολλητός,
κ.ο.κ.
έτσι παν αυτά.

Ηλίθια συνήθεια να καταπίνεις ελληνικούς και κονιάκ.

Ηλίθια συνείδηση που αφομιώνεις τα πάντα.

Ηλίθιο τακτ στο τέλος, ρε πούστη μου, λυπάμαι, μα τι λυπάσαι;

Πιες τον καφέ σου και ξεκουμπίσου.

Τα παιδια απλώς βαρέθηκαν.

Δεν σου έχει συμβεί ποτέ ρε θεία;

Να βαρεθείς τα κόκαλά σου τα ίδια.



σκέψεις, πάντα οι σκέψεις μένουν στο τέλος..


Η Πρώην με κεράτωνε.Μάλλον. Τι να πω.

Δεν ξέρω.

Εκεί ποντάρω.

Για να γίνει λοβ στόρυ στο τέλος.

Ποιο τέλος..

Γάμα τα.

Αλλάζουν όλα. Άλλαξαν όλα μόλις.

Τις Κυριακές είναι καλύτερα

Τις Κυριακές είναι καλύτερα

Βασιλεύει μια κλειστή αγωνία για το αύριο,
η αβεβαιότητα σου γαμάει τους κανόνες
αλλά εσύ εκεί, προσπαθείς να φτιάξεις το μοτίβο.

Η διαρκής υπέρβαση φέρνει κακό πυρετό.

Θέλω να μπορώ να εύχομαι αλλά δεν ξέρω αν μπορώ να εύχομαι.

Θέλω άλλα πράγματα, αν και δεν ξέρω τι να τα κάνω.

Καίγονται τα μάτια σου μπροστά στην Αλήθεια
και εσύ ζητάς μια απλή ασπιρίνη.

Είχες ουράνια τόξα στην τσέπη και τσιγκουνευόσουν να τα μοιραστείς.

Σε κοιτούσε η σκιά σου και γυρνούσες από την άλλη.

Στέκεσαι μόνος σου
ανάμεσα σε ουρανό και γη
και να λες απλά γιατί

όχι τι έκανα λάθος.

Απλά Γιατί.


η αυτοπραγμάτωση σβήνει εκεί που αρχίζει η κλασσική αισθητική
η άρνηση της ηθικής περνάει από το μυαλό σου
αλλά θέλεις να φας πίτσα και να δεις τηλεκόλαση.

η τραγική εμπειρία της ανθρώπινης σήψης περνάει και φεύγει

"Από Δευτέρα" λες

Αλλά έχουν περάσει ένα δισεκατομμύριο δευτέρες από τότε που
τα πρώτα πλάσματα ύμνησαν την θεώρηση του υπάρχειν.

Η υποταγή σε έναν παγκόσμιο ρυθμό
η σιγή
η γαλλική επανάσταση να σκονίζεται σε κάποια ιστοσελίδα


ο άνθρωπος είναι αυτό που φοβάται
ή τουλάχιστον
αυτό προσπαθεί να γίνει.


αναπνέεις ως νεκρός
δεν φοβάσαι πια
μπας και έρθει αυτή η πουτάνα μέρα
αναπνέεις σαν πνιγμένος
μπας και έρθει το αύριο
τι μένει εκτός σκοινιού, ποτέ δεν ξέρω...
όταν με ρωτάνε τι να περιμένω δεν ξέρω
εκείνο το σκοινί λέω μηχανικά
χωρίς απαραίτητα να εννοώ την αυτοκτονία
πολύ περισσότερο θέλω να ξέρω πως μπορώ να αυτοκτονήσω
παρά να αυτοκτονήσω

και τόσος θόρυβος γενικά εκεί έξω
δεν μένει τίποτα
δεν υπάρχει τίποτα

χάθηκα στη διαδικασία
στην ευχαρίστηση που πρόσφερε
αυτό που λες

κενό

μέσα στην αγάπη, πότε ήμουν που αρνήθηκα να πεθάνω
γιατί σε πιστεύω
ο θάνατος
είναι ακόμη ένα
τίποτα
ένα ακόμη
τίποτα

μπορεί να καταφέρω να μην κάνω τίποτα από αυτά.
Να καταφέρω να μην είμαι και να μην γίνω τίποτα απολύτως.

Ακριβώς αυτό.

Τίποτα απολύτως.

...στο bar Mr Jones (τέταρτο ποτό)

Ήμουν για κονιάκ
έβρεχε
περίμενα τον φίλο μου
έβρεχε
και κοιτούσα έξω στο τζάμι τους περαστικούς
που περνούσαν.

Μελό ε;

Ένιωσα νεκρός τελείως
είχα κολλήσει το πρόσωπο μου εκεί.


Δεν φοβάμαι, πρώτα η οργή, μετά η θέληση, μετά η συμφωνία με το κατεστημένο.

Μετά απλά είσαι νεκρός, είναι πιο εύκολα.

Δεν το έκανα ακόμη.
Μπορεί να το κάνω.

Φοβάμαι πάρα πολλά πράγματα, πράγματα που αρκούν για να νιώθω καλλιτέχνης,
βλαμμένος και αμφισβητούμενος καργιόλης
που κανείς δεν ξέρει τι επιδιώκει,
βλέποντας αυτήν την τεράστια σκιά να αιωρείται : πάνω του το σκοινί, δίπλα του το παρελθόν κλπ, κλπ...

Φοβάμαι.

Απλά φοβάμαι.
Δεν είναι κάτι τραγικό.
Και ποτέ δεν ήταν.
Συνέχεια φοβάμαι

Τις κατσαρίδες και τις κρεμάστρες ας πούμε,
τη μαλακία που δέρνει ανθρώπους
τον μηδενισμό της παγκοσμιοποίησης
και την ελιά στο εξοχικό των γονιών μου,
που την σκοτώσανε για να βάλουν ένα τσιμεντένιο παγκάκι
με θέα την επόμενη ελιά που στέκεται ακόμη.

Για να καταλάβεις, ένας παπάρας γείτονας όταν ήμουν μικρός, μας είχε δει με το κορίτσι μου να χαράζουμε τα ονόματά μας και φώναξε τον πατέρα μου.

Ο ίδιος άνθρωπος που έκανε το τσιμεντένιο παγκάκι.


Δεν νιώθεις σαν κατσαρίδα

όταν οι άνθρωποι επικοινωνούν με τους υπόλοιπους,

ενώ εσύ ακόμη κάνεις χειρονομίες

για να γίνεις κατανοητός;

όταν οι μπάτσοι σε γυρνάνε σπίτι

λέγοντάς σου

να αποφεύγεις τις κακές παρέες;

όταν ο γιατρός

σου λέει να κόψεις αυτά που κάνεις

για να περνάς καλά;


όταν η κολλητή της σου λέει πως είναι καλύτερα να πας να πέσεις από κανένα γκρεμό παρά να την ξανακυνηγίσεις;
όταν το ανεκτίμητο γίνεται καθημερινότητα λόγω εγρήγορσης του παγκόσμιου εσύ;

όταν η ανήθικη σκέψη που είχες, γίνεται μόδα και την κάνουν όλοι και χαμογελάνε ευτυχισμένοι, όπως χαμογελάνε μετά τις πορείες;

όταν πας σε μια πορεία και ύστερα όλοι χαμογελάνε στο καφενείο και στο δίκτυο;

λες και χτύπησαν κάρτα.

Δηλώνω όχι εδώ, όποιος κι αν είναι.

Δε γαμιέται..

Το μη είναι, έτσι κι αλλιώς είναι πιο ενδιαφέρον.

Εγώ, όπως και πολλοί από εσάς δεν ανήκουμε εδώ ρε...

Άντε πάμε να φύγουμε...

Ανθρωπρέπεια

Ο καταναλωτισμός αναδομεί το Πλάσμα.

Δεν ζητάω τίποτα,
ούτε χειροκρότημα,
ούτε δημόσιο λιθοβολισμό.

Τα πάντα είναι δικά μου.
Τίποτα δεν είναι αληθινό.

Η σκισμένη ενόραση του Εγώ.

Όνειρα μέσα σε σκονισμένα βαζάκια.

Η ηχώ της ανθρωπρέπειας
τεμαχίζεται σε μικρά ουρλιαχτά
καθώς αντιμετωπίζει
τους αρμόδιους.

Τώρα βλέπω:
εμάς σμπαραλιασμένους,
μεθυσμένους
να σημαδεύουμε μετεωρίτες με τα μπουκάλια μας
ελπίζοντας να πέσουν πάνω μας.

Ντύνουμε τους νεκρούς με γραβάτες

Κι εσύ καθόσουν εκεί

Φορώντας ένα ασημένιο άρωμα

Κοιτώντας βαθιά μέσα στο ζεστό,
απόκοσμο Σύμπαν

Ψάχνοντας το πέρασμα στο ακρόνειρο,

Την μυρωδιά του Τελικού Παρατηρητή

Μια γεύση από σίδερο στην άκρη της γλώσσας

Ντύνουμε τους νεκρούς με γραβάτες,
με υπονοούμενα,

Θα γυρίζει ακόμη στο μυαλό μου αυτή η άσκοπη θυσία, όταν θα γίνω στάχτη

Που πήγε το αίμα μου

και γιατί

κάθομαι εδώ και σκορπάω αναπνοές

Ποιανού χάρτης είναι αυτό το μουσκεμένο κωλόχαρτο εκεί πάνω;

Κι εσύ καθόσουν εκεί

Φορώντας αυτό το απόκοσμο Σύμπαν τυλιγμένο στο λαιμό σου

Οι πατούσες σου βρεγμένες από την ηδονή

Τα μαλλιά σου ξυρισμένα από τα άστρα

Άγρια απελέκητη ματιά

Μετάξι, μόνο μετάξι τυλίγει το κορμί σου.

Μετά, δεν άντεξες,
πήρες φωτιά.

Πάλι.

και ο Bukowski είχε hang over(s)

Είναι μετέωρος, μαστιγώνεται από κάθε φιλί
μια φούστα του κρύβει την σκέψη
έχει κάτι το μοντέρνο το σκοτάδι του.
έχει στο μέτωπό του το σημάδι,
σαν τον άλλο,
που ήξερε και ανασήκωσε το παλτό του.

Και έφυγε.

Ο μετέωρος αστράφτει ανάμεσα από τις πληγές του

πάλι μπόρεσε να βρέξει
τι ωραία τα θαύματα μικρού βαθμού
πάντα μου θύμιζαν
παλάμες που έπιαναν μόνο αγκάθια
σχήματα που περπατούσαν ως έμβια όντα

η όψη του κόσμου

η υστερία συγκρατεί κουρασμένη ενωμένα τα μισοσβησμένα ανθρωπάκια
και ύστερα

αυτή η αναστημένη ηθική του κώλου
αυτή η παρεξηγημένη προίκα
να γκρινιάζει πάνω στο μπουφάν μου,
πως βρέθηκες πάλι να φεύγεις
και γιατί
ξεχνάς πως ο κλειδοκράτορας αυτοκτόνησε
τι παλεύεις μόνος σου

και γιατί..

...στο τμήμα ηθών

Στα καρτούν πέφτεις
μόνο όταν καταλάβεις πως είσαι στο αέρα
μα
κάπως έτσι συμβαίνει
στα αλήθεια

ψάχνω να βρω μια δικαιολογία
για το γεγονός
πως
καταφέρνω
να μπαίνω πάντα στην λούμπα
και να μην μπορώ να φωνάξω βοήθεια όταν τη χρειάζομαι.


Τι ναυάγιο είναι αυτό, που δεν προλαβαίνουμε πια
να βρέξουμε τα πόδια μας.

Απλά πνιγόμαστε.

Χωρίς πολλά, πολλά, χωρίς τελετές,

Κολλημένοι σε ένα αιώνιο rewind
χωρίς να θέλεις χειροκρότημα
αλλά
ούτε και δημόσιο λιθοβολισμό..

Να πα να γαμηθεί και ο δυισμός, να πα να γαμηθεί και η μίμηση της πραγματικότητας,
πλάτωνα είχες δίκιο, μπορούμε να ξεκολλήσουμε τώρα, να πάμε παραπέρας

τι φταις κι εσύ...

αλλά με τα αρχίδια σου δέρνουν τις γυναίκες τους
με τα αρχίδια σου μου βιάζουν καθημερινά την αισθητική
με τα αρχίδια σου όλοι νομίζουν πως γαμάνε και δέρνουνε.

Η ευχή μου είναι να μην βρομάνε τόσο τα αρχίδια μου όσο τα δικά σου
να φτιάξω καμια φάρμα νότια της Κρήτης
νερό, electo, λίπος και λάχανα δικά μου.

Λεφτα σε κανέναν πούστη δε δίνω.


Να γλιτώσω από την επιπλοκή των ενοχών
Να ακροβατήσω στο όνειρό μου

Να πεθάνω ξέροντας πως
τα πράγματα που σε κρατάνε στη ζωή
είναι απλά τεχνάσματα και αλυσίδες σκέψης

Καμία σκέψη δεν είναι πιο ελεύθερη
από εκείνη που έλεγε για
πως την απόλυτη ελευθερία την πειραματίζεσαι
δεν την διαπραγματεύεσαι
πως την απόλυτη ελευθερία
την νιώθουν οι θολοί,
οι μεθυσμένοι,
οι περίεργοι,
οι υπερβολικοί,
εκείνη η γκόμενα που γνώρισα στο τμήμα και χαμογελούσε με αίμα στα δόντια.

Είχε μόλις τελειώσει την σήμανση
και πήγε να πλυθεί,.

Εκεί
αν πας ποτέ,
βλέπεις συχνά
τον νεροχύτη που πας να πλύνεις τα χέρια σου από τη μελάνι,
γεμάτο αίμα και δόντια.

Δεν μπορώ να πάρω πίσω τον έφηβο που ξόδεψα πέρα δώθε

Κι εγώ εκεί ήμουν.

Στο τμήμα, στο δρόμο, στο πουθενά.
μετά με πρόλαβε η ψηφιακή πουτονολογία
και με έκλεισε σπίτι μου.

Με δόντια, χωρίς ψυχή.


Δεν μπορώ να κάνω τίποτε πια.


Εκτός απ' το να κοιτάω το Χάος να παίρνει μορφή.

Εκτός από την ευχή
Να με θάψουν με βροχή.

...σε ένα μπαρ στη Ξάνθη

“ τι λογής θάνατος είναι αυτός όπου είμαστε για πάντα μόνοι, όπου ο έρωτας δε μας δείχνει ποτέ τον δρόμο;”
Αναρωτιόταν ο Αρτώ.

Τι σκατά θάνατος είναι αυτός;
Θάνατος από τι;
Ποιος είναι ο θάνατος μετά από τόσες νύχτες;

Νύχτες που δεν τις έκοβες ούτε με μαχαίρι,
νύχτες που θα μπορούσες από το ζουμί τους να πισσώσεις όλη την Εγνατία δυο χέρια,
νύχτες που μας έπαιρνε ο διάολος,
νύχτες με το φεγγάρι στην εντατική,
πνιγμένες στο σκοτάδι,
οι φλέβες να έχουν σκάσει,
να τρεκλίζεις απ’ το ποτό και η υστερία να σου χαϊδεύει τον ωμό
νύχτες που οι καρδιές μας ήταν μετεωρίτες,
νύχτες που έσταζαν παράνοια,
νύχτες που οι μπάρες γέμιζαν με τρελούς σαν τον Σπύρο,
απελπισμένους,
πρώην ήρωες,
πρώην Εξοργισμένους,
πια άγριους ,
μόνοι άγριοι, κανίβαλοι,
λες και ο χρόνος τους ξύρισε το βλέμμα,
καταραμένοι τύποι που βουτηγμένη στην απόγνωση
έψαχναν χολεμένοι στο πάτωμα του μπαρ για λίγη αγάπη.

Λίγη ακόμα αγάπη.

ερωτικό

με κοιτάς
σε κοιτώ
με αγαπας
σε αγαπω
θα γίνουμε ένα
και θα κάνουμε καρκίνους και σινεμά
ποίηση και ψυχές τσέπης
πονοκεφάλους και υστερόγραφα
να τα βρουν αυτοί όλοι που δεν ήξεραν πως αγαπάνε.


Θα Φύγουμε απο Εδώ.

Θα σε πάω αλλού.

Κάπου καλύτερα.
Κάπου χειρότερα.

θα τρώμε απο το σώμα μας κάθε φορα
θα σε ερωτεύομαι κάθε νέα σελήνη
θα με καλύπτεις σε κάθε εντροπία μου

θα κάνουμε έναν κήπο
θα έχουμε δύο σκυλιά
θα φωνάζουμε δυνατά ό,τι μας έρθει
θα ξεχάσουμε την ύπαρξή μας
θα γυρνάμε μόνο σε βαφτίσια,
ποτέ δε γάμους,
ποτέ σε κηδείες.



θα με κυνηγάς στην παραλία για να με σκοτώσεις
θα σε κυνηγώ μέσα στο σπίτι να σε δείρω
θα με μισήσεις
θα σε μισήσω


Όχι πια εδώ, όπως είπε ο Νικ.

Όχι πια εδώ.

...στο μπαρ ''φλερτ''

δεν ξέρω πως καταφέρνω κάθε φορά
να βρίσκομαι καρφωμένος στην άκρη της μπάρας
μιλώντας με το ούζο μου
φλερτάροντας άτσαλα την μπαργουμάνα
καπνίζοντας το προφίλ μου

γράφoντας αυτά τα λόγια
στις πίσω σελίδες ενός γράμματος για την silmariel

τσαλακώνοντας προσεκτικά κάθε βαθμό ελευθερίας μου

-ή μήπως όχι;

τελος πάντων, ο κόσμος απ'έξω είναι σίγουρα σε χειρότερη θέση από μένα

θα παραγγείλω ένα προτελευταίο
θα μεθύσω.

ως τότε θα γράφω.
μέχρι να μεθύσω.

κάτι έχει όμως αυτό το ούζο που πίνω
έχει λίγο ούζο παραπάνω
είναι και θολό
έχει και ποτήρι γύρω γύρω

"κοπελιά! έχω ένα ποτήρι στο ούζο μου!"

αδιαφορία

Φεγγαροχεσμένος

Δεν υπάρχει άλλος χρόνος διαθέσιμος
πρέπει να πω κάποια πράγματα
πρέπει να θυμηθώ τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου
να ξαναφτιάξω το σάκο μου, να φύγω για κάπου
ποιο σάκο δηλαδή,
δυο βρακια, τα ποιήματα του Λάγιου, και δυο φιάλες τζιν

ποτε δεν ήθελα να μείνω
τι να μείνω να κάνω εδώ

βρεγμένα όνειρα
κι ελπίδες τσέπης
σκέψεις κονσέρβα
και μουνόπανα για να σου λένε τι και πότε
κυριολεκτικά και μεταφορικά
και δεν υπάρχει πια αγάπη για να πεθάνεις εκεί μέσα
και δεν υπάρχει φωτιά ικανή να σε ζεστάνει
ούτε πάγος να σε κουλάρει
ούτε μια αγκαλια γνήσια πια
μόνο λάσπη

είμαι κασκαντέρ μιας πολύ κακής πραγματικότητας

τρώω όλο το ζόρι
και δεν τη ζω κι όλας

πουτάνα πραγματικότητα
που χωρίς εσένα δε φτουράω

πως με κατάντησες έτσι;

αλλά το σκέφτομαι
θα σε διαλύσω κάποτε, μπορεί όχι σήμερα, μπορεί όχι
μπορεί σε χίλια χρόνια, μπ[ορεί και όχι
αλλά θα σε πατήσω κάτω με την παλια μου Martins πάνω στο βρώμικο πλακάκι του μπάνιου

και θα γιορτάσω
την ανικανότητά σου να με αντέξεις
και τούμπαλιν



ποτέ δεν ήθελα τίποτα τώρα που το σκέφτομαι
κάτι σαρκικά, αλλά δε μετράνε

τίποτα δε μετράει

εμείς μετράμε

στιγμές να φεύγουν
και μετά

ω, με τι όρεξη!

καθόμαστε και τα γράφουμε

τίποτα δε σέβομαι
είμαι απελπισμένος ερωτευμένος

σαν τι να σεβαστώ;

λες και μένει κάτι μετά από το χωρισμό

μια μπουνιά στο κρανίο, αυτό είναι Έρωτας


θα μπορούσα να χύσω το ποτό μου πάνω στο πληκτρολόγιο, αντί να γράψω

το ίδιο θα βγει

έτσι κι αλλιώς ο έρωτας

αυτή η εγκατάλειψη, αυτή εννοώ
αυτό το μονόδρομο κάτι

αυτό το πρόβλημα που σαν λύση έχει ένα άλλο πρόβλημα του οποίου η λύση…


σε αχανή διαστήματα χρόνου
σε καθηλώνει στο κρεβάτι

μέχρι και γιουροβίζιον είδα

(πλάκα κάνω)

νομίζω, δεν ξέρω

είμαι σχεδόν σίγουρος πάντως

με πήρε
μου είπε αυτό που περίμενα

άλλαξα κανάλι

τι να κάνω δηλαδή....

δεν μπορείς να πεθάνεις τηλεφωνικώς..
τηλε-φονικός διάλογος..

θα μου πεις ο πρώτος είμαι ή ο τελευταίος...

αυτό είχα στο μυαλό μου.

λιγη αξιοπρέπεια τέλος πάντων

΄΄αξιοπρέπεια, το ύστατο αγαθό σε περιόδους κάθετης πτώσης΄΄
έλεγε ο Χρηστίδης


δεν υπάρχει άλλος χρόνος για τίποτα
δεν έμεινε και τίποτα να πω

πεθαίνω από έρωτα
μόνος
ανούσιος
ούτε το αλκοολ βοηθάει
ούτε τίποτα

μετράω αναπνοές


αν είναι να φυσήξω μια τελευταία
ε όχι ρε πούστη μου τηλεφωνικώς

να τη δώσω σε μια φαγάνα σκέψης
σε κάποιον μετανοιωμένο Δρακουμέλ
σε κάποιον
για να τον ζεστάνει κάπως

στο μίζερο αυτό ταξίδι
να κρατάμε καμιά αναπνοή
ποιος ξέρει..

δεν πάνε όλες χαράμι..

Ονειροκρατούμενος

σε ένα όνειρο
άλλαζα επιδέσμους σε αγάλματα

σε ένα άλλο
κυνηγούσα κόκκινες φλέβες πλάι στους δρόμους

έτρεχε το αίμα, κυνηγούσα εγώ άτσαλα
να μαζέψω ό,τι μπορούσα

ήμουν αιώνιος
και καταραμένος

μετά συναρμολογούσα παράλογα πτώματα σκέψης
έφτιαχνα μια καταστροφή και την άφηνα να κουρνιάζει μαζί με τις υπόλοιπες

με
τύψεις
και
υπερβολή

συνέχιζα να πραγματοποιώ τα όνειρά μου



σκιά μιας σκέψης
φόδρα επανάστασης
κακόσιδερωμένη αντίληψη των πραγμάτων

που με σπρώχνει συνέχεια
σε μια πρόσκρουση με το αιτιατό

ριζωμένο μέσα μου το ξυπνητήρι
να μετράει το φως που λυγίζει
και σκουριασμένα φεγγάρια
μνήμες απόνερα
αναμονή δικαιοσύνης
πένθος συγκρατούμενου

η απέναντι άδεια καρέκλα
εκείνη
που θα έπρεπε να αναπαύεται ο έρωτας

η τηλεόραση πιο πέρα να φτύνει ήχους και μπλε χρώμα

τον κολλητό, τον αποπήρα χθες
μου μιλούσε για αγάπες, για επαναστάσεις και τέτοια

χοντροκομμένα, μετά τον χωρισμό μου
του είπα

΄΄ η έμπνευση φορούσε ρόμπα όταν η επανάσταση
αποφάσισε την ύπαρξή της΄΄

μαλώσαμε

δίκιο είχε

ήταν ΄’ένας ονειροπόλος'

ήμουν ένας ονειροκώλος ποιητής που στόχευε κέντρο στη μιζέρια.

Υπάρχει Ελπίδα

..και ανάβω ένα τσιγάρο και μου έρχεται η ιδέα.
έτσι πάει συνήθως
είμαι μόνος
θέλω να γράψω και δεν μπορώ
ακούω μάλαμα, Αγγελάκα, Θανάση
διαβάζω Δημουλά, Καβάφη,Μπέκετ, τίποτα.

Ενώ το ξέρω, υπάρχει κάτι που πρέπει να γραφτεί ρε πούστη μου...


Κοιτάω το ραδιόφωνο, ένα σαμπουάν που ξέχασε εδώ, υγρο φακών, ένα make up, δεν θέλει να γραφτεί.

...και ανάβω ένα τσιγάρο και μου έρχεται η ιδέα

λένε πως αν αφήσεις τυχαία ένα σύμπαν κάπου
αν βάλεις και παρατηρητές να μαλώνουν γιαυτό που βλέπουν

λένε

πως κάποτε θα μπορέσουν να το καταστρέψουν.

Άρα υπάρχει η ικανότητα για μεγαλεία.
Καταστροφικά και μη.

(Παραμονές Χριστουγέννων, ήμουν στο λεωφορείο,
πήχτρα,
είχα και τα νεύρα μου από πριν, με το μπουφαν ήμουν κι έτρεχα πιο πριν,
μπήκα μέσα και στριμώχτηκα και ίδρωνα όρθιος, σκατά γενικώς,
ήταν ένας παππούς, καθόταν, στα πόδια του είχε την εγγονή του,

η μικρή διάβαζε μίκυ μάους, το θυμάμαι γιατί δεν ήξερα πως βγαίνουν ακομη,

απλά,

πολύ απλά,

προσπαθούσε να συλλαβίσει τα συννεφάκια πάνω από τα σκίτσα

και τόσο αθώα

παίρνει το δάχτυλο του παππού της

και το χρησιμοποίησε σαν μολύβι πάνω στα γράμματα του μίκυ

και μας απείγειλλε μίκυ μάους

τόσο απλά

βάζω τα κλαματα και κατεβαίνω στην επόμενη στάση

ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα στα σπλάχνα μου πως υπάρχει ελπίδα

πως κανείς δεν φταίει τελικά

πως η ζωή είναι ωραία, εαν το επιχειρήσεις

αυτό.)

Ανθρώπινα


Μην αφήσεις τα παιδιά να σε πιάσουν και να σου πουν την αλήθεια τους.
Είναι πίσω σου.
Οι αναπνοές τους μαστιγώνουν τον γέρικο αυχένα.


Τι έχεις να τους πεις
Τα βήματά τους ανοίγουν ρήγματα
και χάνεσαι.


Τα ματωμένα γόνατά τους γελούν μπροστά στην αναπνοή σου.
Να προλάβεις να μην ακούσεις.
Για σένα πάντα, μην ακούσεις.
Προχώρα και τρέξε σαν να μην συνέβη τίποτα.

Χαμηλωμένα μάτια,
και τα αστέρια στο άλλο ημισφαίριο,
Ποτέ στο δικό μας.

Ποτέ για μας.
Ο ουρανός είναι μια φωτογραφία που έβαλε κάποιος εκεί για να χαζεύουμε.
Να κλείνουν οι πληγές με τον άνεμο.
Γιατί κάποιος έκαψε με τσιγάρο το μαύρο σεντόνι του ουρανού και εμείς κοιτάμε.
Κοίτα κάτω επιτέλους.
Ποιος πέταξε αυτές τις πέτρες.
Ποιος πετάει αυτές τις φωτιές.
Οι φλεγόμενες βάτοι σβήσανε πια.
Υγρές εικόνες σε όλη την υδρόγειο
και εμείς κοιτάμε!

Κοιτάξτε!
Τίποτα δεν συμβαίνει εδώ.
Τίποτα δεν υπάρχει εδώ.
Κανείς και τίποτα.
Ποιος να ακούσει.
Ποιος να αμυνθεί.
Δώς μου το χέρι σου να φύγουμε.

Δώς μου τα μάτια σου να σου ζωγραφίσω έναν παράδεισο.
Οι άνθρωποι πόσο μικροί φαντάζουν όταν πεθαίνουν.
Τι νοσταλγία να βγει πια από πεθαμένες πληγές.
Σιγά σιγά θα σε αφήσω και εγώ.
Είναι ανθρώπινο.
Η πληγή είναι ανθρώπινη.
Το να πληγώνεις είναι ανθρώπινο.
Το να σκοτώνεις είναι ανθρώπινο.
Τα πάντα είναι ανθρώπινα επιτέλους σε αυτήν την μικρή εξωγήινη γη;
Πόσος εγωισμός;
Τι δεν είναι ανθρώπινο;

Πόσο μπορείς να αντέξεις κρεμασμένος από τα μάτια;
Πόσα μάτια έχεις χωνέψει στα όνειρά σου;
Πόσες εικόνες;
Πόσο;
Αυτή η χωρητικότητά μας.
Αυτή μας σκοτώνει τελικά.

Θύμωσα.
Κρίμα είναι.
Δεν ξέρω με ποιον.
Μάλλον με εμένα.
Σας αγαπώ όμως.
Και η αγάπη ανθρώπινη είναι.

Στοιχειωμένος

Δεν είναι το σύμπαν σου αυτό.

Δεν είναι αυτό που ονειρεύτηκες.

Αλλιώς γιατί σφίγγεις αγκαλιά το μαξιλάρι
και ιδρώνεις με ύπουλα όνειρα,
από αυτά που σε κάνουν να φτιάχνεις καινούρια σύμπαντα.

Εγκλωβισμός

Ξέρεις τι θα πει.

Να έχεις σκουπίδια στο χρηματοκιβώτιο
και την αλήθεια πόρνη να ψάχνει πελάτες.