Saturday, January 24, 2009

Παραμεθόριος



«Να πούμε, να πούνε, να πα να γαμηθούνε.»


Ο μπακάλης του είπε, κατά λέξη:

«Γάμησέ τους. Όλοι μαλάκες είναι.»

Ο Σπύρος, χωρίς πολύ σκέψη, αν και δεν κατάλαβε σε ποιους αναφερόταν, συμφώνησε μαζί του. Σε τελική, και άδικο να είχε, όλοι μαλάκες ήταν. Τους γαμάς δεν τους γαμάς, οι μαλάκες δρουν με έναν και μόνο κανόνα: αυξάνεστε και πληθύνεστε. Ή θα πάρεις μια βόμβα υδρογόνου και θα κάνεις τον καμικάζι, ή θα πεθάνεις σε κάποια σκοτεινή γωνία του σύμπαντος.

«Βέβαια, υπάρχει και η άλλη λύση» είπε ο Σπύρος στον Σπύρο.
«Να γκρινιάξεις.»
Βέβαια. Είναι και αυτό μια λύση. Σε τελική, το ρισκάρεις να κάνεις ολόκληρη καταστροφή και ένας τυχαίος μαλάκας να βρεθεί εκεί, στο ναδίρ, και να σου πει:

« ’Ντάξει τώρα να πούμε, κάνεις τα δικά σου κι έτσι φάση, αλλά εσείς τον ήπιατε να πούμε την Κυριακή…»

Το ρισκάρεις, πες μου;

Να πούμε, να πούνε, να πα να γαμηθούνε.


Δεν προλαβαίνεις να πάρεις μια ανάσα πια χωρίς να βρεθεί κάποιος να σου πετάξει τη μαλακία του. Στον καφέ, στη τσιγαροκουβέντα, στο δρόμο, στον ήλιο, υπό σκιά, υπό κατάρρευση, υπό ελλιπή μέτρα ελέγχου πρόληψης και καταστολής της εγκληματικότητας, στο γήπεδο, στο τρένο, στο κρεβάτι, στην Ξάνθη, στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα, στο τοπικό κωλόμπαρο, στο αγαπημένο σου τυροπιτάδικο, στο αγαπημένο σου μπαρ, στην αγαπημένη σου εφημερίδα, στην αγαπημένη σου ταινία. Αριστεροί, δεξιοί, ακροαριστεροί και ακροδεξιοί, όλοι μαλάκες, νούμερα για τηλεόραση, πανάρχαιοι δικτάτορες που δεν μπορούν να επιβληθούν ούτε στην χέστρα τους και ψάχνουν να βρουν και να επιβάλλουν την ιδεολογία τους στην τι-βι, αρρώστια, δυσωδία, σχεδόν λυπάμαι γι’ αυτούς, σχεδόν, γιατί σκέφτομαι κάτι χεσμένους τάφους, άλλοι τύποι, αδιάφοροι, ακραίοι τύποι, τύποι που βαριούνται και τύποι που πλακώνονται. Τύποι αρχείου. Με όνειρα αρχείου. Τύποι γραφείου. Με όνειρα βατράχου. Τύποι γαμάτοι, ανατρεπτικοί. Για πέντε-έξι χρόνια. Μετά πέφτουν οι μάσκες και σηκώνονται οι γραβάτες. Μετά 1+1=2. Μετά τηλεόραση. Γάμος, βαφτίσια, σύνταξη, κάσα. Τι να λέμε τώρα.

«Η ιστορία μας δίδαξε να παραμένουμε μαλάκες μπροστά στις επιταγές της ζωής»

Να πούμε, να πούνε, να πα να γαμηθούνε.

Έχουν μαζευτεί απίστευτα πάρα πολλοί ηλίθιοι σε αυτή τη χώρα.
Γιατί δεν σχηματίζουν ένα κόμμα; Σίγουρα θα κέρδιζαν.
Ποιους δεν ξέρω..

«Δεν μας νοιάζει πως σε έλεγαν στη Ρωσία, εδώ μωρή εμείς θα σε φωνάζουμε Μαρία» αυτό ακούστηκε από το ραδιόφωνο του διπλανού, ο οποίος πάλευε με χαρακτηριστικές κινήσεις να πιάσει έναν σταθμό της προκοπής. Όπως καταλαβαίνετε το γεγονός αυτό, έδωσε μια τζούρα χαράς στο Σπύρο, ο οποίος καθόταν. Απλά. Ούτε μουσική, ούτε παρέα, ούτε καφές, ούτε μπύρα, ούτε τσιγάρο, φως, νερό, τηλέφωνο. Τίποτα Απλά καθόταν μόνος του στην παραλία. Καθόταν οκλαδόν και φορούσε γυαλιά ηλίου. Ήταν 25 στα 26. Ήταν από το πρωί εκεί. Ήταν γαλήνιος, όπως είναι κάποιος πριν από μια κρίση πανικού. Ήταν και αυτός ο μαλάκας δίπλα όμως που από την ώρα που ήρθε με τη γυναίκα του, του τα ζάλισε. Όχι εγώ αυτό, όχι εγώ το άλλο και εμένα που με βλέπεις, εγώ, ΕΓΩ, γαμάω και δέρνω κλπ. Φυσικά όλα αυτά άρχισαν όταν η γυναίκα του μπήκε στη θάλασσα. Όταν ξαναβγήκε, ο τύπος ξαναγύρισε στη μούγκα του και στο ραδιοφωνάκι του να ψάχνει κάτι, τι, ούτε ο ίδιος δεν ήξερε.


«Της έσπασε τα δόντια με βία, εμείς εδώ μωρή θα σε φωνάζουμε Μαρία»

Χαμογελάκι. Θα μπορούσε να δουλεύει, θα μπορούσε να είναι στο στρατό, θα μπορούσε να είναι με τη γκόμενα για ψώνια, ή σε κάποια πορεία, ή σε κάποια ομιλία για την επανάσταση, ή για την ειρήνη, ή για την εξομάλυνση των ευρωπαϊκών σχέσεων, ή για την πείνα και τη δίψα στην Αφρική. Αλλά δεν ήταν. Ήταν στην παραλία και άκουγε αυτό που άκουγε.

Ο πλανήτης, ο κόσμος, το σύμπαν, είναι απλό, ΑΝ το απλοποιήσεις.

Αλλιώς τη γάμησες μάλλον.



Π.χ. : Ξυπνάς μια μέρα και λες: εγώ ο Σπύρος είμαι σε απόλυτη αφασία. Τι κάνω εδώ πέρα; Να κάνω έναν καφέ; Να κάνω το μαλάκα; Να κάνω τον κινέζο μέχρι να τελειώσει όλη αυτή η φάση; Ή να περιμένω απλά να νυχτώσει για να περιμένω ξανά την επόμενη μέρα;
Και κάποια στιγμή, χωρίς να το πολυκαταλάβεις και χωρίς να χύσεις πολύ ιδρώτα τα έχεις καταφέρει. Ξημερώνει η επόμενη μέρα. Όχι μόνο για σένα. Για όλους.

Κ.ο.κ.


Μπορείς να πετάς χαρταετό; Πέτα τον. Η πρώτη βασική αρχή είναι αυτή.


Παρακολουθείς μια ταινία και κάποια στιγμή λες: Για μια στιγμή! Τι κάνω εδώ πέρα; Εμένα δεν μου αρέσει αυτή η ταινία! Και λες στο κορίτσι από δίπλα: Λυπάμαι που δεν μπορέσαμε να τα βρούμε. Αντίο. Θα σε θυμάμαι.» Και φεύγεις από το σπίτι της, τηλεφωνείς στα παιδιά και βγαίνετε και πίνετε, τόσο, όσο χρειάζεται για να ξεχάσεις αυτά τα πράγματα. Αυτά τα πράγματα. Αυτά τα πράγματα που είναι σίγουρα διαφορετικά από τα άλλα που δεν ζήσαμε. Και μετά πάλι ξημερώνει.
Ώσπου μια μέρα έχεις βαρεθεί αυτή την κατάσταση και βρίσκεις μια άλλη γκόμενα. >Και εκεί που νόμιζες πως όλα πάνε καλά λες: Για μια στιγμή! Τι κάνω εγώ εδώ πέρα; Δεν μου αρέσει αυτή η κοπέλα! Και λες: Λυπάμαι που δεν μπορέσαμε να τα βρούμε. Το γούστο μας για τον κινηματογράφο είναι τόσο διαφορετικό.. Και πρέπει να ξέρεις πως για μένα είναι πολύ σημαντικός ο κινηματογράφος. Αντίο λοιπόν. Θα σε θυμάμαι.»

Και παίρνεις τηλέφωνο τα παιδιά και γίνεστε κουνούπια στο μεθύσι.

Και μετά πάλι ξημερώνει. Μια αράχνη παράγει 30 μέτρα μετάξι για τον ιστό της. Εμείς τη στο διάολο κάνουμε;

Με ποιόν να τα βάλεις πρώτα;
Με τον μπάρμαν που περιμένει να πιεις δεκατέσσερα ποτά για να σε κεράσει ένα σφηνάκι;
Με την γκόμενα πλάι σου στη μπάρα δεξιά, που σε βλέπει έτσι λιώμα και παρόλο που της φάνηκες ενδιαφέρον τύπος, από τα μισόλογα που της αράδιασες περί των σχέσεων, των πολιτικών, των κοινωνικών και των ψυχολογικών πραγμάτων που απασχόλησαν, απασχολούν και θα απασχολούν για πάντα την ανθρωπότητα, αλλά τελικά διαλέγει τον πιο μαλάκα του μαγαζιού για να πηδηχτεί;
Με τον μαλάκα από αριστερά, που σου έχει κάνει τα τρία δύο με τις ελληνοαντισημιτικοαρχαιολογοπαοκοθεωρείες του;

Βγαίνεις έξω, είναι σαν να μένεις μέσα, μόνο που δεν μυρίζεις τις κλανιές σου, και τα ποτά είναι ελαφρύτερα και η μουσική είναι χειρότερη και οι γκόμενες δεν είναι σαν αυτές που έχεις στον υπολογιστή σου και πληρώνεις κιόλας για όλα αυτά και ύστερα ταξί για σπίτι, μαλώνεις και με τον ταξιτζή και ξαναείσαι ακριβώς στο σημείο που άφησες τον εαυτό του πριν αποφασίσεις να βγεις έξω. Λίγο χειρότερος. Λίγο πιο μαλάκας.

Ανοίγεις μια μπύρα, βάζεις λίγη καλή μουσική και πάνω που αισθάνεσαι λίγο καλύτερα στέλνεις μήνυμα στην πρώην…

Ίσως δεν μας αξίζει και πολύ να ζούμε.
Ίσως και όχι.

Πχ. Πάντα φανταζόταν εκείνο το σπίτι με την αυλή σε κάποιο ξεχασμένο νησί, όπου θα έχει της ντοματούλες του, τα αγγουράκια του, τα ζαρζαβατικά του γενικώς, τα κουνελάκια του να χοροπηδάνε, τις κοτούλες του χαρούμενες να τρέχουν πέρα δώθε απαλλαγμένες από τα άγχη τους και τις τοξίνες τους, μία γυναίκα, αρκετά ωραία, αρκετά ανεκτική και με ωραίο, μοιραίο χαμόγελο, με τους μακρινούς γείτονες να τον συμπαθούν παρόλο που δεν τον καταλαβαίνουν, κάποια φάση να αρχίσει να καπνίζει πίπα τα κρύα βράδια του χειμώνα μπροστά στο τζάκι και να λέει ιστορίες σαν cult θείος σε όποιο μαλάκα φίλο του την πάτησε έτσι και έχει κληρονόμους σε τούτο τον περίεργο πλανήτη.

Έτσι ναι ρε φίλε.



Παραμεθόριος , Ιανουάριος , κάπου στη Χαλκιδική

No comments: