Thursday, May 21, 2009

Saturday, May 16, 2009

Cinemust: Monster or hero? Biopic of French gangster leaves filmgoers to decide


He was known as France's public enemy No 1, a pathologically violent gangster who claimed to have killed 43 people and staged a jailbreak from every prison he was sent to. He was also "the man with 1,000 faces" who wore three wigs at the same time for easy disguises, and the "French Robin Hood" who waged a war against big business by holding up banks.
Since he was killed in a hail of police bullets in 1979, Jacques Mesrine has been elevated to the status of legend both by his detractors - to whom he was a monster - and his fans, to whom he was a misunderstood hero battling the establishment on behalf of the masses.
Now, for the first time since his death, France is trying to understand the reality of the criminal who divided society and drove police to distraction. The life of the Parisian super-criminal is to be retold in an epic two-part biopic, the first tranche of which opened in French cinemas yesterday to widespread critical acclaim and not a little controversy.

The aim of the double showing was to reveal the "light and shade" of a man whose character has been polarised beyond all recognition, according to the director, Jean-François Richet.
"For one half of the population he was a killer; for the other half he was Robin Hood," he told VSD magazine. "He was neither. We wanted to portray the grey areas of Mesrine."
Retracing the steps of the protagonist through his first ventures in the criminal underworld to his Bonnie and Clyde-esque escape to Canada with his lover, Mesrine: L'Instinct de mort is described as an unflinching depiction of a man at the edges of psychological stability. While refusing to glorify the violence, Richet said he wanted the film to pick up on the softer side to Mesrine's character, in particular his wit and "sense of honour".
That partial rehabilitation has raised eyebrows, however, among those who remember the lurid headlines of Mesrine's life.
A charismatic, immaculately dressed criminal who often carried out multiple bank robberies in the course of one day and who once held-up a casino days after escaping from France's most high-security prison, he was also allegedly involved in so many murders and near-murders that most believe he deserves his negative image.
But his family, who have always claimed Mesrine's eventual killing in a police ambush was little short of a state-sanctioned assassination, have welcomed the portrayal. His son, Bruno Mesrine, told Paris Match: "He was violent like any gangster can be, but that was only one of his character traits. In everyday life he was convivial. He loved kids, bouncing them on his knees."

Whatever the arguments surrounding its factual basis, the film has received almost unified praise as a work of art. Based on an autobiographical manuscript written by Mesrine from one of his many prison cells, it has been greeted by some critics as a French version of Al Pacino's gangster classic Scarface.
Vincent Cassel, the actor who rose to fame in La Haine, said he tried to play Mesrine in a way that would leave the audience free to make up their own minds. "He's still an enigma," he told Le Figaro newspaper. "So we tried to present a study of his character that doesn't force the public to choose one interpretation over another. Was he an anti-establishment icon? Or just a shameless gangster who got the ending he deserved?"
The second film of the biopic, entitled Mesrine: Ennemi public No 1, is due for French release on November 19.

Backstory
Jacques Mesrine was famous for his jailbreaks. In 1969 he and his girlfriend broke out of a Quebec prison armed with a sharpened mug handle. During a second spell in a Montreal jail he cut the fence with pliers. In 1973 he was sent to France's highest-security jail, La Santé, from which no one had ever escaped. He held a trial judge at gunpoint to get away. In 1978, back in La Santé, he locked up his guards, stole their uniforms and climbed down a ladder out of a window.

Article by Guardian on Thursday 23 October 2008

Dí capacitados


Dí capacitados


Dí capacitados


Dí capacitados


Dí capacitados


Wednesday, May 13, 2009

Tuesday, May 12, 2009

The Tibetan Book of The Dead...or how the dead live

"Dalai Lama said something very interesting; he said, if we're going on holiday somewhere we buy a map and a guidebook, so we know where we're going and we know what to expect. Then he burst out laughing and said, it's funny, isn't it? People do that when they're going on holiday, but they don't want to do it when they know they're going to die. This is that guidebook."

Wednesday, May 6, 2009

Queens Day: The Best Party in The World.

As every year this Queens Day was over the top. I am happy that the Dutch designers of the advertising campaign were over the top too....this is the result

Λεωφορεία

Λεωφορείο (ένα)

Ξανάδα το λεωφορείο.
Ήταν το ίδιο λεωφορείο, ίδιος ο οδηγός, ίδια λάστιχα, ίδιες διαφημίσεις,
"δεν πιστεύω να με ξέχασες ε;".
Στην ίδια θέση πάλι, εισητήριο παλιό στο χέρι, ισχύει δεν ισχύει και τι ισχύει.
Στον σταθμό με πλησίασε μια γρια που πουλούσε ακουστικά βαρυκοίας.
Έμεινα να σκέφτομαι γιατί πλησίασε εμένα και έμεινε να σκέφτεται γιατί δεν τα αγόρασα.
Δεν μπορούσα να της εξηγήσω γιατί δεν τα χρειάζομαι και πως ακόμη και να τα χρειαζόμουν δεν θα τα ήθελα.
"Γιατί;" με ρώτησε το παιδάκι στο διπλανό κάθισμα που διάβαζε τις σκέψεις μου.
"Γιατί", του είπα, "ορίστε, διαβάζεις τις σκέψεις, τι να τα κάνεις τα ακουστικά βαρυκοίας;",
χαμογέλασε και συνέχισε να παίζει με έναν κύβο του ρούμπικ που τον διέλυε και τον ξανασυναρμολογούσε πάντα λάθος.
"Αχρωματοψία έχεις;" ρώτησα για να συνεχίσω την συζήτηση.
"Όχι ακριβώς, απλά τα βλέπω όλα ασπρόμαυρα" είπε και συνέχισε με τον κύβο.
"Τότε γιατί ασχολείσαι;",
"Μπορεί να σταθώ τυχερός" είπε.
Φορούσε ίδια παπούτσια το ένα πράσινο και το άλλο γαλάζιο, αλλά δεν του το είπα.
"Ωραία".
"Με νευριάζει όταν οι γονείς μου παίρνουν τα ίδια παπούτσια, τα μπερδεύω",
"πες τους το",
"τους το λέω αλλά μπερδεύονται κι αυτοί, βλέπεις αυτοί τα βλέπουν όλα ίδια,δεν καταλαβαίνουν διαφορά και τυχαίνει να μου αγοράζουν ίδια παπούτσια καμιά φορά",
"και δεν μπερδεύεστε γενικώς;",
"μπα, συνηθίσαμε...εσύ γιατί έχεις παλιό εισητήριο;"
"είχα ξεχαστεί",
"συμβαίνει συχνά, κι εγώ έχω ξεχάσει πολλά κι όσο περνάει ο καιρός ξεχνάω περισσότερα, έτσι έχασα τα χρώματα αρχικά",
"τι άλλο έχεις ξεχάσει;",
"δεν θυμάμαι βλέπεις, είναι πολλά αυτά που δεν πρέπει να ξεχάσω αλλά δεν θυμάμαι",
"καταλαβαίνω",
"εσύ θυμάσαι;",
και με αυτήν την ερώτησή του με έφερε σε αδιέξοδο για το τι έπρεπε να θυμάμαι που δεν θυμάμαι.
"νομίζω ναι",
"νομίζεις; στο σχολείο δεν αρέσει στους δασκάλους να αρχίζουμε απάντηση με το νομίζω",
"σαν πολλά δεν ξέρεις;",
"όχι αφού σου είπα ξεχνάω",
"τι σου έρχεται πρώτο στο μυαλό όταν θες να θυμηθείς;",
"οι σκέψεις των άλλων",
"οι δικές σου που είναι;",
"οι δικές μου έρχονται μετά, αν μ' αφήσουν οι άλλοι, αν προλάβω και δεν τις ξεχάσω",
"δεν μπορεις να μην τις ακούς;",
"μα δεν έχεις καταλάβει ακόμη; με προορίζουν για ανακυκλωτή",
"ανακυκλωτή;",
"δεν μ' αρέσει αλλά δεν με βοηθά κανείς"
"μόνος σου δεν μπορεις;",
"δεν θυμάμαι πως",
"σταμάτα να τους ακούς",
και κάπου εκεί σταμάτησε να μου μιλάει, 
κοίταξα έξω από το παράθυρο και είδα την ίδια γρια σε άλλη πόλη να μοιράζει ακουστικά βαρυκοίας.
Όταν γύρισα το παιδάκι είχε εξαφανιστεί και είχε μείνει στο κάθισμα ο κύβος έτοιμος με τα σωστά χρώματα σε κάθε πλευρά, δίστασα λίγο αλλά τον πήρα και τον έβαλα στην τσέπη.
Πέρασε και ο ελεγκτής και αφού είδε το παλιό εισητήριο με πέταξε από το λεωφορείο.
"την άλλη φορά", σκέφτηκα.

Λεωφορείο(δύο)

Ξανάδα το λεωφορείο.
Ήταν το ίδιο λεωφορείο, ίδιος ο οδηγός, ίδια λάστιχα, ίδιες διαφημίσεις,
"δεν πιστεύω να με ξέχασες ε;".
Στην ίδια θέση πάλι, εισητήριο παλιό στο χέρι, ισχύει δεν ισχύει και τι ισχύει.
Στον σταθμό με πλησίασε μια γρια που πουλούσε ακουστικά βαρυκοίας.
Έμεινα να σκέφτομαι γιατί πλησίασε εμένα και έμεινε να σκέφτεται γιατί δεν τα αγόρασα.
Δεν μπορούσα να της εξηγήσω γιατί δεν τα χρειάζομαι και πως ακόμη και να τα χρειαζόμουν δεν θα τα ήθελα.
"Γιατί;" με ρώτησε το παιδάκι στο διπλανό κάθισμα που διάβαζε τις σκέψεις μου.
"Γιατί", του είπα, "ορίστε, διαβάζεις τις σκέψεις, τι να τα κάνεις τα ακουστικά βαρυκοίας;",
με κοίταξε και συνέχισε να παίζει με μια χειροβομβίδα, το δάχτυλό του έπαιζε νευρικά με την περόνη.
"Παιχνίδια δεν έχεις;" ρώτησα για να συνεχίσω την συζήτηση.
"Όχι ακριβώς, απλά τα βλέπω όλα ασπρόμαυρα" είπε και συνέχισε.
"Τότε γιατί ασχολείσαι;",
"Μπορεί να σταθώ τυχερός" είπε.
Δεν φορούσε παπούτσια, μόνο ένα παντελονάκι και ένα μπλουζάκι με το λογότυπο μιας εταιρείας ελαφρώς ταλαιπωρημένο, αναρωτήθηκα για τους γονείς του αλλά δεν του το είπα.
"Ωραία".
"Με νευριάζει όταν κάποιοι παριστάνουν τους γονείς μου",
"πες τους το",
"τους το λέω αλλά μπερδεύονται κι αυτοί, βλέπεις αυτοί νομίζουν ότι με βοηθούν, εγώ ξέρω ότι δεν μπορούν αλλά εγώ είμαι ένα παιδί μόνο, δεν με ακούνε, έτσι κατέληξα με το μπλουζάκι, δεν λέω, τουλάχιστον φοράω κάτι αλλά δεν νομίζω ότι αρκεί",
"και οι φίλοι σου τα ίδια λένε;",
"ναι αλλά, συνηθίσαμε...εσύ γιατί έχεις παλιό εισητήριο;"
"είχα ξεχαστεί",
"συμβαίνει συχνά, εγώ δεν μπορώ να ξεχάσω τίποτα",
"δεν μπορεις να ξεχάσεις;",
"απλά συμβαίνουν πάντα τα ίδια και τα θυμάμαι...τα μαθαίνω, για αυτό δεν ξεχνώ",
"καταλαβαίνω",
"εσύ θυμάσαι;",
και με αυτήν την ερώτησή του με έφερε σε αδιέξοδο για το τι έπρεπε να θυμάμαι.
"νομίζω ναι",
"νομίζεις; μάλλον δεν είσαι από εδώ",
"σαν πολλά δεν ξέρεις;",
"ίσως, αλλά δεν θέλεις να τα ακούσεις",
"τι σου έρχεται πρώτο στο μυαλό όταν θες να μιλήσεις;",
"οι σκέψεις των νεκρών",
"οι δικές σου που είναι;",
"δικές μου είναι κι αυτές, δεν γίνεται να μην είναι δικές μου",
"δεν μπορεις να μην τις προσέχεις;",
"μα δεν έχεις καταλάβει ακόμη; με προορίζουν για νεκρό",
"νεκρό;",
"δεν μ' αρέσει αλλά δεν με βοηθά κανείς"
"αφού δεν θέλεις να σε βοηθούν",
"δεν με βοηθούν σωστά",
"εγώ πως να βοηθήσω;",
"απλά να με θυμάσαι"
και κάπου εκεί σταμάτησε να μου μιλάει, 
κοίταξα έξω από το παράθυρο και είδα μια βομβαρδισμένη πόλη και την γριά να ψάχνει στα χαλάσματα.
Όταν γύρισα το παιδάκι είχε εξαφανιστεί και είχε μείνει στο κάθισμα η χειροβομβίδα χωρίς την περόνη, γέλασα τόσο δυνατά που ούτε άκουσα τον κρότο.
Την άλλη στιγμή ήμουν ένα παιδάκι χωρίς παπούτσια, με μια χειροβομβίδα στο χέρι μέσα σε χαλάσματα και θυμόμουν.
"την άλλη φορά", σκέφτηκα.