Η κάμερα είναι ένας γύπας. Ένας γύπας που πετάει από πάνω μας.
Βλέπει τις αλυσίδες και την μηχανή αυτή που μας καταστρέφει όλους. Είμαστε όλοι παγιδευμένοι μέσα της και θα συνεχίσουμε να ήμαστε μέχρι το τέλος της σύντομης ζωής μας. Περικυκλωμένοι από καλώδια και σκουριασμένα μέταλλα ,κολυμπάμε σε νοερά λασποκατάλοιπα μιας περασμένης εποχής.
«Είμαστε τα Παιδιά του Φωτός. Δεν θα ανεχτούμε άλλο Σκοτάδι.»
Αυτό φωνάζαμε για μήνες και χρόνια με τις γροθιές μας υψωμένες σαν κεραίες στον γκρίζο ουρανό, περιμένοντας το φως να τυφλώσει τα μικρά μας μάτια κ να το κλείσουμε μέσα τους έτσι ώστε να μην αντικρύσουμε το σκοτάδι ποτέ ξανά.
Η μηχανή αργοπεθαίνει και αργοπεθαίνουμε και μείς μαζί της. Εδώ και κει ο γύπας μπαινοβγαίνει. Είναι ο μόνος ελεύθερος τελικά. Χωρίς γροθιές και χωρίς ηλίθια συνθήματα. Τελικά.
Μπαινοβγαίνει και βλέπει τα πάντα , όπως τα έβλεπε και ο θεός κάποτε.
Γριές πάνω στα ετοιμόρροπα μπαλκόνια τους, βρώμικα παιδιά να παίζουν παιχνίδια που δεν καταλαβαίνουν και το νέφος χαμηλά ως τα ρουθούνια μας. Εγώ κάθομαι σε μια μεριά του δρόμου με τον Πτγορρ. Είναι ο μόνος που θυμάμαι από παλιά.
Όλοι οι άλλοι μου φαίνονται άγνωστοι. Σαν να έχουν αλλάξει τόσο πολύ από τη βρώμα και το σκοτάδι. Τα πρόσωπά τους σαπίζουν ολοένα και πιο γρήγορα και τα κορμιά τους γερνούν μέσα σε ένα άμορφο καλούπι. Λες και γυρνούν ξανά στο πρώτο επίπεδο. Ο Κόσμος εκδικείται.
Σκέφτομαι αν είμαι κι εγώ σαν κι αυτούς που βλέπω. Αν ήμουν πάντα έτσι ή αν έγινα τώρα. Σ’ αυτή τη μηχανή δεν υπάρχουν καθρέφτες. Ξυρίζεσαι με το ίδιο σου το ένστικτο, δεν υπάρχει ομορφιά, ο ναρκισσισμός είναι και αυτός βρώμικος. Ντυμένος με σκισμένα ρούχα και την ηδυπάθεια να φουσκώνει την κοιλία του και τους ατροφικούς όρχεις του στο γερασμένο ερμαφρόδιτο σώμα.
Ο Πτγορρ δεν μιλούσε ποτέ πολύ. Μου είπε μόνο πως σήμερα, δεν θυμάται τίποτα. Βάλθηκε να μαζεύει απ’ τούς δρόμους πράγματα. Πράγματα που το καθένα από αυτά σαν να του θύμιζε και κάτι.
Σαν να ήθελε να τα βάλει όλα στη σειρά ή στη μη-σειρά και μετά να τα στοιχίσει όπως εκείνος θέλει , να φτιάξει τη δική του ιστορία μέσα από τις ιστορίες άλλων.
Εγώ κοιτούσα την πορεία του και όταν χανόταν απ’ τα μάτια μου κοιτούσα ψηλά. Τα άπειρα μπαλκόνια που έφταναν μέχρι την αρχή ή το τέλος αυτής της μηχανής. Τόσοι άνθρωποι στοιβαγμένοι στην κοιλία της γύρω από σκουριασμένα σπλάχνα. Για σύννεφα είχαμε γρανάζια και βίδες για βροχή.
Κατέληγα να νιώθω τυχερός που έμενα σε μέρος με τοίχους. Ήμουν από τους πρώτους που μπήκαν εδώ μέσα την ημέρα της Κρίσης και έφτασα να έχω πολεμήσει πολύ για να κρατήσω το μέρος δικό μου. Εδώ δεν κατουράς απλά στις γωνίες, ούτε γράφεις το όνομα σου και τελείωσε. Εδώ πρέπει να γεννήσεις φόβο. Να αφήσεις το φόβο να βγει βίαια από τα σπλάχνα σου και σαν υπάκουο σκυλί να τον διατάξεις να τρέξει πίσω απ’ τον εχθρό σου.
Κάθε τόσο τους συνειρμούς μου διακόπτει ο Πτγορρ . Έρχεται με ένα καινούριο αντικείμενο στα χέρια, το αφήνει μπροστά μου και φεύγει ξανά.
«Ρόδα.»
Του χαμογελάω και ξέρει πως θα τα προσέχω. Τα πόδια μου ατροφήσαν τόσο πολύ πλέον που και να θέλω δεν μπορώ να φύγω από δω χωρίς τη βοήθεια του.
Ανασηκώνομαι λιγάκι.
Από εδώ χάθηκαν οι Θεοί. Ξεκίνησαν μαζί με τους ανθρώπους. Προσκολλημένοι σε αυτούς και μόλις είδαν την κατάντια τους έτρεξαν να φύγουν στα υπέροχα παλάτια που τους είχαν φτιάξει τα αλλοτινά τους τέκνα.
Χάθηκαν οι Θεοί και μείναν τα Τέρατα.
Τέρατα που εισπνέουν ανάσα βρεφική και εκπνέουν Θάνατο.
Σε μένα όλοι το ίδιο μοιάζουν.
Όπως τότε που προσπαθούσαμε να ξεφύγουμε. Καθόμασταν στις πλάτες Γιγάντων και κοιτούσαμε το απέραντο πάνω και το απέραντο μπροστά μας. Θέλαμε νέα μονοπάτια και καινούριες διαδρομές, μεγαλύτερους και καθαρότερους ουρανούς και σχεδιάζαμε τη Φυγή μας βήμα προς βήμα. Και στ’ αλήθεια δεν φοβηθήκαμε τίποτα! Ούτε το χαμό, ούτε το μη γνώριμο. Τίποτα δεν έμοιαζε μη γνώριμο αφού όλα τα είχαμε ονειρευτεί πριν καιρό.
Ο Γυρισμός δεν ήταν επιλογή.
Η Ρόδα της Ζωής και ο Τροχός της Τύχης.
Το Ένα και το Αυτό.
«Κλαδί.»
Mein Freund.
Όλα γίνονται μνήμες από εκείνα τα χρόνια.
Τότε που νιώθαμε πως μπορούμε να πετάξουμε από το άλφα ως το χι. Τότε που είχαμε ένα ολόκληρο ελικόπτερο μέσα στα μικρά μας κεφαλάκια, τότε που κρυβόμασταν κάτω από τα παπλώματα.
Εκείνος που έμενε στη Μάνα του Διαβόλου και εκείνη δεν ήταν παρά μια χοντρή τεράστια γριά που μας έδινε αγγουράκια τουρσί πριν πάμε για παιχνίδι στο μυστικό μας δάσος.
Στο δάσος που μόλις έμπαινες έχανες τη μιλιά σου και τα έλεγες όλα με τα χέρια, τα μάτια και τα πόδια. Και αν ήταν σκοτάδι μιλούσε η ανάσα σου για σένα. Και τότε δεν είχαμε πια τον έλεγχο.
Το δωμάτιο που μπορούσες να το ακούσεις να μιλάει κάποιες νύχτες αν έκανες ησυχία.
«Μείνε κοντά στη σκιά αλλιώς θα γνωρίσεις το φάντασμα»
Μπορούσαμε να ακούσουμε το τραγούδι.
Δεκατρείς άγγελοι, μόλις κλείναμε τα μάτια μας, τραγουδούσαν υπόκωφα γύρω από τα κρεβάτια μας. Και το βιολί ερχόταν μαζί με την αγγελική τους ανάσα και τη σκόνη του δωματίου. Και μείς έτσι κοιμόμασταν. Κάποιες φορές αγκαλιά και κάποιες άλλες όχι.
Και πριν ξυπνήσουμε βλέπαμε το λιβάδι μας και τον ουρανό μας, και ο αέρας μας χάιδευε και μας έλεγε ιστορίες.
Και τότε πάντα εμφανιζόταν Αυτός.
Αυτός, πάνω στο μαύρο του άλογο, μεγαλοπρεπής και γεμάτος αυστηρότητα και γεμάτος κρύο και γεμάτος πόνο και γεμάτος Φόβο και γεμάτος Θάνατο.
Και μας κυνηγούσε συνέχεια, όλο και πιο απειλητικά όλο και πιο γρήγορα και μείς μέσα στο όνειρο μας προσπαθούσαμε να ελέγξουμε όλη την ιστορία μας λες και ήταν ένα απλό αυτοσχέδιο παραμύθι.
Ο μεγαλύτερός μας φόβος ένα απλό αυτοσχέδιο παραμύθι.
Και τρέχαμε, νιώθοντας την κάρδια μας ψηλά στο κεφάλι και έτοιμη να σταματήσει, και φανταζόμασταν πως έρχεται ο Άλλος και σταματάει Αυτόν ή άλλες φόρες εμείς παίρναμε όλη τη δύναμη του κόσμου και τον κοιτούσαμε στα μάτια και με δυο λέξεις μας εκείνος τρόμαζε και έφευγε καλπάζοντας γρήγορα μα και δειλά.
Μα όσο και να προσπαθούσαμε, το όνειρο μέσα στο όνειρο σταματούσε.
Ποτέ δεν μας έπιασε. Ούτε εμείς τον πιάσαμε ποτέ.
Άλλες φορές μετρούσαμε τη δικαιοσύνη.
Τακ τακ τακ.
Αδικία.
Δύο τακ εδώ και δυο τακ εκεί, έτσι πρέπει.
Τρία τικ εδώ και τρία τικ εκεί.
Τα πράγματα είχανε ζωή κι αν τους έδινες λιγότερα απ’ότι έδινες στα αλλά, εκείνα έκλαιγαν και διαμαρτύρονταν και μετά άντε να το διορθώσεις αν ήταν πια αργά.
Μα εμείς το ξέραμε και το φροντίζαμε από νωρίς γιατί έτσι όλα τα πράγματα θα ήταν ευχαριστημένα μαζί μας και όταν θα ερχόταν ο καιρός να κάνουν την επανάστασή τους , σύμφωνα με τις γραφές- εμείς δεν θα είχαμε καμία κατηγορία επάνω μας.
Και αυτό θέλαμε μια ολόκληρη ζωή. Να είναι η πλάτη μας άδεια από κατηγορίες.
«Σπίρτο!» Ακούω τη φωνή του Πτγορρ.
Ήταν οι μέρες εκείνες οι γεμάτες ήλιο και τραγουδούσαμε.
«Ανέβα στη στέγη να φάμε το σύννεφο..»
Πόση εντύπωση μας έκανε! Και ανεβαίναμε στη στέγη για να φάμε το σύννεφο. Μα τα σύννεφα ήταν πολύ ψηλά για εμάς κι έτσι απλά κοιτούσαμε τις στέγες.
Και απέναντι. Εκείνος έκαιγε τα πάντα. Σιωπηλά και χωρίς να τον παίρνει κανείς είδηση ρουφούσε όλη τη δύναμη της φωτιάς με έναν συριγμό και μια ανατριχιαστική εισπνοή. Έκαιγε τους τοίχους λες και τους μαύριζε, λες και ήθελε να γίνει ο άρχοντας τους. Ο Άρχοντας των Τοίχων, για να έρθει μια μέρα που θα τους εξουσιάζει όλους και θα τους διατάζει να τον κλείνουν μέσα τους όποτε αισθάνεται να κινδυνεύει, όποτε θέλει να κρυφτεί και να προστατεύει τον όμορφο εαυτό του που δημιούργησε ο ίδιος από στάχτες και καπνό.
Και πάντα πριν προφτάσουμε να δούμε την τελετουργία του ως το τέλος ακούγαμε το πλήθος από κάτω να ωρύεται πως θα πέσουμε και πως θέλουμε να τα καταστρέψουμε όλα και πως ο Α. (από το Α.ρχηγός) θα μας τιμωρήσει τόσο σκληρά, λες και θα βλάπταμε κανέναν αν τρώγαμε ένα τόσο δα συννεφάκι.
Ο Α. ποτέ δεν μας τιμώρησε και μείς ποτέ δεν πέφταμε και ποτέ δεν φάγαμε συννεφάκια, μα ούτε και είδαμε τον Κύριο Πυρομανή να τελειώνει αυτό που ξεκινούσε κάθε φορά, λες και το έκανε για τα μάτια μας μόνο.
Κατεβαίναμε τις σκάλες. Στενές σκάλες με δυο στροφές. Τριανταέξι σκαλιά από την πρώτη στροφή και πάνω. Τρια μέχρι τη δεύτερη και δεκαπέντε από κει και κάτω. Σε κάθε στροφή τους βλέπαμε. Φώναζαν με παιδιάστικες φωνές τα ονόματα μας και τα έκαναν να ακούγονται σαν ασυναρτησίες και μόλις στρίβαμε έκαναν να μας ακολουθήσουν μα μετά από τρία βήματα τελείωνε η επικράτειά τους. Αυτό αρκούσε βέβαια για να μας κάνει να κατεβαίνουμε γρηγορότερα με το φόβο στα γόνατά μας. Τα πλοκάμια τους απλώνονταν μέσα σε όλη την περιοχή τους και αναζητούσαν εμάς. Για να ρουφήξουν όλη τη γνώση που είχαμε μέσα μας.
Ξέραμε την ιστορία τους και τους ηγέτες τους και τη γλώσσα τους και όλα όσα μπορεί κανείς να φανταστεί.
Μα ποτέ δεν τα κατάφεραν.
«Κεραία!»
Ψηλά πάνω στις κεραίες το κρύο σε πολιορκεί από παντού. Οι κεραίες στέκονται πάντα εκεί ακίνητες και γεμίζουν τον αέρα γύρω σου με κρυφά μηνύματα. Εκείνη την εποχή αυτή ήταν η δουλειά μου. Καθόμουν εκεί πάνω την ώρα εκείνη της ημέρας, κουκουλωμένος με ότι έβρισκα και έμοιαζε προστατευτικό με έναν ειδικό μηχανισμό στο πρόσωπο και στα χέρια μου. Δύο χοντρά γυαλιά σαν μάσκα δύτη κολλημένα γερά στα μάτια μου και συνδεδεμένα με δυο καλώδια που οδηγούσαν σε ένα κουτί στην πλάτη μου. Πάνω σ’ αυτό το κουτί άλλα δυο καλώδια οδηγούσαν αντίστοιχα στα δυο μου χέρια, που ήταν καλυμμένα με σιδερένιο δίχτυ μέσα από το οποίο δυο βελονίτσες έμπαιναν στις φλέβες μου.
Οι βελόνες αυτές και αυτό που διοχέτευαν με μικρές δόσεις ηλεκτρισμού έσβηναν κάθε ίχνος ενδοιασμού που ερχόταν μέσα μου την ώρα που έπρεπε να πιάσω όλα αυτά που κυνηγούσα. Και με έβαζαν να κυνηγώ όλα αυτά τα πράγματα που δεν λέγονται με τις λέξεις και δεν μπορούν να ανιχνευτούν παρά μόνο με αυτά τα πολύπλοκα γυαλιά.
Οι άνθρωποι τότε όλα αυτά τα έκαναν αστέρια ή χάρτινα πουλιά και τα πετούσαν στον ουρανό εκείνη την ώρα της ημέρας που ο άνεμος είναι τόσο γεμάτος που δίνει ζωή σε ότι αφήνεται στα χέρια του.
Τα μάζευα και τα παρέδιδα σε Αυτούς.
Τα αποκωδικοποιούσαν, διάβαζαν τα μυστικά που κρύβαν και δεν τα άφηναν να συνεχίσουν το ταξίδι τους ώστε να λυτρώσουν τον ιδιοκτήτη τους από το βάρος ενός μυστικού.
Έτσι ήθελαν να αναθρέψουν μια πολιτεία ένοχη και γεμάτη βάρη.
Μια μέρα ήρθε κι Εκείνος μαζί μου. Όταν πια είχα τελειώσει τη δουλειά της ημέρας, μαζί, βγάλαμε τις βελόνες από τα χέρια μου, και αφήσαμε ελεύθερα όλα εκείνα τα όμορφα ή άσχημα μυστικά να φύγουν προς το καθορισμένο τους ταξίδι.
«Σταυρός.»
Εγώ κι Εκείνος μπροστά στον τάφο της. Το πτώμα της μπροστά σε μας. Και μείς να βλέπουμε να πετούν γύρω μας όλες οι ιστορίες που μας έλεγε. Οι ιστορίες οι ήδη πεθαμένες, οι ιστορίες που πάντα μας κάναν να κλαίμε. Ιστορίες για το πώς οι άνθρωποι σκοτώνουν και μεταμορφώνονται σιγά σιγά σε τέρατα, σε σκιές χωρίς φως. Και πως αρχίζουν να φτιάχνουν μάσκες γιατί έχουν χάσει το ίδιο τους το πρόσωπο. Έχουν χάσει τα ίδια τους τα μάτια και γίνονται εκείνα ολόαδεια και ψάχνουν τα γεμίσουν όλο αυτό το κενό τους με άλλους ανθρώπους κι έτσι παρασιτούν και ρουφούν το αίμα τους αργά και με τόση βρώμικη αγάπη, μέχρι να ξεραθούν και να γίνουν και αυτοί σκιές σαν μια κόλλα λασπωμένο χαρτί. Για το πώς οι άνθρωποι βγάζουν ρίζες και δεν θέλουν ν’ αλλάξουν ποτέ χώμα και για το πώς άλλοι κόβουν τις ρίζες τους για να χτίσουν παλάτια φτιαγμένα από σκόνη και βρωμιά, έτοιμα να πέσουν με την πρώτη καθαρή βροχή.
Όλες αυτές οι ιστορίες γίνονται μαύρα πουλιά χωρίς μάτια και ράμφη, αφού δεν τα χρειάζονται εκεί που πάνε. Γίνονται πουλιά και στροβιλίζονται γύρω μας και μείς δεν έχουμε να κάνουμε τίποτα άλλο παρά να κλαίμε, όπως κλαίγαμε όταν τις ακούγαμε. Να νιώθουμε τα δάκρυά μας ζεστά ορμητικά ποτάμια κατευθείαν από την ψυχή μας και στο φρεσκοσκαμμένο χώμα. Οι λυγμοί μας ήταν βήχας που έβγαζε από μέσα μας όλα τα παράσιτα που είχαμε, όλες τις σκιές και κλαίγαμε ολοένα και πιο δυνατά ώστε να βγούμε πιο καθαροί και πιο αληθινοί και πιο κοντά. Για άλλη μια φορά πιο κοντά σε Εκείνη.
Για άλλη μια φορά που δεν ήταν η τελευταία.
Γιατί αυτά τα πουλιά της, ήρθαν και ήρθαν ξανά και ποτέ δε μας άφησαν.
Και καθαροί πλέον κρατήσαμε εκείνο το σταυρό που μας είχε δώσει.
Το φιλήσαμε και το βάλαμε στα δυο της χέρια μέσα.
«Χορδή.»
Η μουσική όταν κλείναμε τα μάτια γινόταν εικόνες.
Ταξίδια ως την άκρη του κόσμου, με Άνεμο και Βροχή, με Χιόνι και Φώς.
Η Τέχνη.
Τα ζεστά μας ρούχα το Χειμώνα που τόσο αγαπούσαμε.
Τα Μελάνια και οι Μπογιές μας που είχαν τα χρώματα που εμείς θέλαμε.
Τα Πουλιά και οι Ουρανοί τους που απλώνονταν πάνω από τα μάτια μας και γίνονταν οι δικοί μας Θεοί.
Τα Βιβλία μας που μύριζαν τόσο όμορφα.
Τα Δέντρα που μας προστάτευαν και μας φόβιζαν ταυτόχρονα.
Η γκριζοπράσινη Σκανδιναβική Θάλασσα που μοιάζει να κρύβει τόσες προσδοκίες.
Οι Βάρκες που μας πήραν μακριά.
Δωμάτια που γίνονταν Δάση.
Οι Τοίχοι ήταν ολόκληρος ο Κόσμος.
Τα Τέρατα που μιλούσαν και περπατούσαν στη Γη.
Και τα μεγάλα και σκοτεινά Βουνά που τόσο μας φόβιζαν.
Οι Άνθρωποι που περπατούσαν το Σούρουπο πάνω τους.
Τα Μυστικά κρυμμένα κάτω από τις πέτρες.
Οι Ένοχοι Βράχοι που μας ρουφούσαν μέσα τους.
Οι Καθρέφτες που ποτέ δε μας δείχναν την αλήθεια και μεις τους κάναμε κομμάτια.
Τα Ρολόγια που ποτέ δε μάθαμε να διαβάζουμε σωστά.
Η Μαγεία που άλλαζε τα πάντα με μια σκέψη.
Τα Αντίδοτα σε περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά.
Οι Εφιάλτες που ποτέ δεν σταμάτησαν.
Τα Παιχνίδια μας που ήταν μόνο δικά μας.
Οι Τοίχοι που μιλούσαν τις νύχτες.
Οι Αποφάσεις που ποτέ δεν κρατούσαμε.
το Ασπρόμαυρο και το Κόκκινο.
Ο Χρόνος που τον βλέπαμε σαν λουλούδι.
Η Παρακμή που τον ακολουθεί.
Η Σελήνη, ως ηττημένος πλανήτης.
Οι Ακροβάτες που ταλαντεύονται στο κενό και στην ύλη.
Οι Σχοινοβάτες που γίνονται ένα με το σκοινί τους..
Η Συμμετρία και η αρμονία που σέρνει πίσω της.
Οι Στάχτες και Ο Καπνός.
Οι Δυσ-Λειτουργίες.
Οι Μάσκες.
Οι Δεκαετίες.
Τα Χέρια.
Οι Πέτρες.
Οι Φωτεινές Ελπίδες.
Τα Φωτεινά Μάτια.
Οι Στόχοι.
Η Ελευθερία.
Η Φύση.
Τα Σύνορα.
Οι Ψίθυροι.
Η Αναμονή.
Η Πλεύση.
Και ζούσαμε ξανά ολόκληρες τις ζωές μας από την αρχή.
Και κάναμε αδιάκοπους κύκλους μέσα σ’ αυτές τις μουσικές μα ολοένα και ανακαλύπταμε κάτι καινούριο.
Κάτι λεπτό και αδύναμο σαν κλωστούλα που με την φροντίδα μας μεγάλωνε και μεγάλωνε και δυνάμωνε.
Κι έτσι κάθε φορά συμπληρωνόταν ένα βηματάκι στον κύκλο μας.
Και μείς λέγαμε ο ένας στον άλλο..
«Οι σπασμένες χορδές μπορούν και τραγουδούν.»
«Προφυλακτικό.»
Έρωτας.
Σεξ.
Δεν ξέρω πως ήρθαν.
Μια περίοδος που όλα ερχόντουσαν και έφευγαν.
Και ενώ στην αρχή η ελπίδα ζούσε μέσα μου στη συνέχεια έμενα ν’ ακούω το νερό του μπάνιου να κυλά.
Σοκαρισμένος από της εισβολή. Αλλοτριωμένος.
Έβλεπα τα ίδια και τα ίδια να επαναλαμβάνονται γύρω μου.
Διαστροφή και μάσκες.
Μάσκες κάθε είδους.
Από τον Μίκυ Μάους μέχρι τη μάσκα του Ψέματος, που είναι από τις πιο μαύρες που υπάρχουν.
Κάθε φορά που συνέβαινε κάτι ένιωθα σαν να βάζω έναν ακόμη άγγελο στην ηλεκτρική καρέκλα. Τον σκότωνα όπως σκότωνα και τα ιδανικά μου, όπως σκότωνα και ένα μεγάλο μέρος του εαυτού μου. Το Φωτεινό μέρος. Το Δυνατό μέρος.
Έλειπε Εκείνος και εγώ τα είχα χάσει όλα και είχα βρει στη θέση τους ψεύτικα κομμάτια να με πλάσουν.
Διαλύθηκαν ξανά και ξανά και έφτασαν στα βασικά συστατικά τους. Και μ’ ένα ΜΠΑΜ εικονικό ήρθαν όλα στο φως.
Τίναξα από πάνω μου όλη τη βρωμιά των τελευταίων χρόνων και βρήκα κάτι που παρέμενε καθαρό μέσα στα σκατά.
Κι έτσι τον ξαναβρήκα και μαζί του όλα αυτά που έμοιαζα να είχα ξεχάσει.
Από μακριά βλέπω τον Πτγορρ να πλησιάζει.
Έρχεται και με βρίσκει βουρκωμένο και βουρκώνει κι εκείνος βλέποντας τα αντικείμενα που έχω βάλει με τη δική μου σειρά.
Επιμένει να μην μιλάει μα ξέρω ότι η σιωπή του είναι γεμάτη με αυτά που νιώθω και γω.
Μνήμες και ελπίδες γίνονται ένα μέσα μας.
Και μέσα σ’ όλα αυτά ο γύπας πετά πάνω από τα κεφάλια μας.
Τα έχει δει όλα.
Όλα τα πράγματα του Πτγορρ, την δική μου διάταξη.
Τους συνειρμούς μου.
Τα δάκρυά μας.
Και ξάφνου .. Τα δάκρυα γεμίζουν τα μάτια μου και νιώθω μόνο να στροβιλίζομαι. Στ’ αυτιά μου η βαθειά σιωπή του νερού για μια στιγμή. Και μόλις τ’ ανοίγω βλέπω το σημείο που καθόμουν τόση ώρα.
Νιώθω τον Πτγορρ ένα με μένα.
Και με μια κίνηση των ατροφικών μου ποδιών, απλώνω τα φτερά μου και πετάμε ψηλά από τα ετοιμόρροπα μπαλκόνια και τα γρανάζια και τις βίδες.
Είμαστε πια έξω στο φως.
No comments:
Post a Comment