Wednesday, February 4, 2009

Θανάσης Τριαρίδης, ο χαμός του Οδυσσέα

Ήσαν ετοιμασμένοι οι σύντροφοι
για να ζυγώσουν των Σειρήνων το νησί –
ας είν' καλά η μάγισσα η Κίρκη κι οι ορμήνιες της:
Κερί στ' αυτιά τους να μην ακούσουν τίποτε
και να κωπηλατούν δίχως σταματημό·
χοντρό σκοινί να δέσουν στο κατάρτι τον Δυσσέα,
κι όσο κι αν τους παρακαλά να μην τον λύνουν.

Τι να τα λέμε: ήτανε μερακλής ο Οδυσσέας,
σε κείνονε δεν ταίριαζαν τα σφραγισμένα αυτιά,
τόσων ανθρώπων τα άστεα έγνωκε, να μην ακούσει
και το τραγούδι των Σειρήνων το μαγευτικό;
Κι από την άλλη, βέβαια, δεν ήθελε ν' απαρνηθεί και την Ιθάκη,
τον ιερό καπνό από τα σπίτια της πατρίδας και τα υπόλοιπα –
α, πάντα ο ίδιος: και την πίτα ολόκληρη
και τον σκύλο χορτάτο.

Γι' αυτό η μάγισσα του πρότεινε το κόλπο με το κατάρτι –
τι διάολο μέγας και τρανός θα ήταν
άμα δεν το κατάφερνε κι αυτό;

Έτσι λοιπόν: σαν γίνηκε λάδι η θάλασσα
και το τραγούδι το μαγευτικό απλώθηκε πάνωθέ της
ο μόνος που το άκουγε ήταν ο Οδυσσέας.
Και τι σαν γύρισαν τα μάτια του;
Και τι σαν ξέχασε τα πάντα από την γκάβλα; –
δεμένος ήταν στο κατάρτι σαν σαλάμι,
κι όσο μόρφαζε για να τον λύσουν
τόσο τον δέναν περισσότερο·
α, όλα κι όλα: η μάγισσα ήξερε να δίνει συμβουλές.

Κάποτε το περάσανε των Σειρήνων το νησί,
τ' αφήσανε πίσω τους –
έγινε ένα σημάδι, όλο και πιο αχνό,
μέχρι που χάθηκε ολότελα.

Τότε μονάχα τ' άφησαν τα κουπιά οι σύντροφοι
και βγάλανε από τ' αυτιά τους το κερί
και ζύγωσαν τον Οδυσσέα να τον λύσουν επιτέλους –
είχε αποκάμει τόσες ώρες στο κατάρτι
και ροχάλιζε τον ύπνο του δικαίου·
με το μαχαίρι ο Ευρύλοχος του κόβει τα σκοινιά.

Αλίμονο: δεν ήσαν κοιμισμένος ο Δυσσέας –
θέατρο έκανε για να τούς ξεγελάσει·
με δύναμη τιτανική τους σπρώχνει
και χυμάει στην πρύμνη.
Και πριν προλάβουν να του πούνε για τον νόστο
(για την Πηνελόπη, για τον σκύλο τον Άργο,
για τους πεινασμένους που ζητούνε ψωμί
και θέλουνε σύντριμμα στο κεφάλι)
εκείνος, μουγκρίζοντας όσο χίλια δαμάλια,
πήδηξε στη θάλασσα – να κολυμπήσει πίσω στο νησί.
Στη στιγμή τον κομματιάσαν τα σκυλόψαρα,
αυτά που ακολουθούσαν πάντοτε το καράβι –
κοκκίνισε η θάλασσα από το αίμα του.

Έτσι χάθηκε ο ξακουστός Δυσσέας,
εκείνος που ήταν να γυρίσει στην Ιθάκη,
μα διάλεξε ο ίδιος τον χαμό του –
προτίμησε ένα αβέβαιο τραγούδι
απ' της πατρίδας τους ιερούς καπνούς.

Μαζεύτηκαν οι σύντροφοι στην πλώρα,
μουγγοί κοιτούσανε τα κόκκινα νερά·
αλίμονο, ο βασιλιάς τους είχε χαθεί
και τώρα, τη ρότα για την Ιθάκη ποιος θα τη χάραζε;

Ώσπου, έξαφνα, αλλόκοσμα χαχανητά
σαν λόγχες έσκισαν τη θάλασσα:
γελούσανε οι τρομερές Σειρήνες,
γελούσε και η Κίρκη που 'δωσε τις λοξές ορμήνιες.
Κι έπειτα η φωνή της μάγισσας γιόμισε τον αέρα –
την ξέρανε καλά οι σύντροφοι ετούτη τη φωνή:
«Τάισε τώρα τα ψάρια, άμυαλε Οδυσσέα,
που νόμισες πως τα τεχνάσματα κι οι εξυπνάδες
μπορούνε να νικήσουν την γκάβλα».

Κι οι σύντροφοι, που τ' άκουσαν αυτά τα λόγια,
μεμιάς ξανάβαλαν στ' αυτιά τους το κερί
κι έντρομοι πιάσαν πάλι τα κουπιά
για το βουβό ταξίδι της επιστροφής.

Θανάσης Τριαρίδης
source: http://www.triaridis.gr/

No comments: