![](https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhXi2GKi-LhQyAkP3P_5MTbXvo_cHgZcUT1-ybPUkszLr5k4V4HA1XtRiM1P7UN7iDbXxnS4ezg088HBjvO2Fx_2k06ovuzXNwgdbL9OFT8odLTNiNt0cMZGAQzKF4ZrBqpY5EkEvEqvz8/s400/DSC_1119tyhj.jpg)
dedicated to Richard Wright
Τις Κυριακές είναι καλύτερα
Βασιλεύει μια κλειστή αγωνία για το αύριο,
η αβεβαιότητα σου γαμάει τους κανόνες
αλλά εσύ εκεί, προσπαθείς να φτιάξεις το μοτίβο.
Η διαρκής υπέρβαση φέρνει κακό πυρετό.
Θέλω να μπορώ να εύχομαι αλλά δεν ξέρω αν μπορώ να εύχομαι.
Θέλω άλλα πράγματα, αν και δεν ξέρω τι να τα κάνω.
Καίγονται τα μάτια σου μπροστά στην Αλήθεια
και εσύ ζητάς μια απλή ασπιρίνη.
Είχες ουράνια τόξα στην τσέπη και τσιγκουνευόσουν να τα μοιραστείς.
Σε κοιτούσε η σκιά σου και γυρνούσες από την άλλη.
Στέκεσαι μόνος σου
ανάμεσα σε ουρανό και γη
και να λες απλά γιατί
όχι τι έκανα λάθος.
Απλά Γιατί.
η αυτοπραγμάτωση σβήνει εκεί που αρχίζει η κλασσική αισθητική
η άρνηση της ηθικής περνάει από το μυαλό σου
αλλά θέλεις να φας πίτσα και να δεις τηλεκόλαση.
η τραγική εμπειρία της ανθρώπινης σήψης περνάει και φεύγει
"Από Δευτέρα" λες
Αλλά έχουν περάσει ένα δισεκατομμύριο δευτέρες από τότε που
τα πρώτα πλάσματα ύμνησαν την θεώρηση του υπάρχειν.
Η υποταγή σε έναν παγκόσμιο ρυθμό
η σιγή
η γαλλική επανάσταση να σκονίζεται σε κάποια ιστοσελίδα
ο άνθρωπος είναι αυτό που φοβάται
ή τουλάχιστον
αυτό προσπαθεί να γίνει.
αναπνέεις ως νεκρός
δεν φοβάσαι πια
μπας και έρθει αυτή η πουτάνα μέρα
αναπνέεις σαν πνιγμένος
μπας και έρθει το αύριο
τι μένει εκτός σκοινιού, ποτέ δεν ξέρω...
όταν με ρωτάνε τι να περιμένω δεν ξέρω
εκείνο το σκοινί λέω μηχανικά
χωρίς απαραίτητα να εννοώ την αυτοκτονία
πολύ περισσότερο θέλω να ξέρω πως μπορώ να αυτοκτονήσω
παρά να αυτοκτονήσω
και τόσος θόρυβος γενικά εκεί έξω
δεν μένει τίποτα
δεν υπάρχει τίποτα
χάθηκα στη διαδικασία
στην ευχαρίστηση που πρόσφερε
αυτό που λες
κενό
μέσα στην αγάπη, πότε ήμουν που αρνήθηκα να πεθάνω
γιατί σε πιστεύω
ο θάνατος
είναι ακόμη ένα
τίποτα
ένα ακόμη
τίποτα
μπορεί να καταφέρω να μην κάνω τίποτα από αυτά.
Να καταφέρω να μην είμαι και να μην γίνω τίποτα απολύτως.
Ακριβώς αυτό.
Τίποτα απολύτως.
Ήμουν για κονιάκ
έβρεχε
περίμενα τον φίλο μου
έβρεχε
και κοιτούσα έξω στο τζάμι τους περαστικούς
που περνούσαν.
Μελό ε;
Ένιωσα νεκρός τελείως
είχα κολλήσει το πρόσωπο μου εκεί.
Δεν φοβάμαι, πρώτα η οργή, μετά η θέληση, μετά η συμφωνία με το κατεστημένο.
Μετά απλά είσαι νεκρός, είναι πιο εύκολα.
Δεν το έκανα ακόμη.
Μπορεί να το κάνω.
Φοβάμαι πάρα πολλά πράγματα, πράγματα που αρκούν για να νιώθω καλλιτέχνης,
βλαμμένος και αμφισβητούμενος καργιόλης
που κανείς δεν ξέρει τι επιδιώκει,
βλέποντας αυτήν την τεράστια σκιά να αιωρείται : πάνω του το σκοινί, δίπλα του το παρελθόν κλπ, κλπ...
Φοβάμαι.
Απλά φοβάμαι.
Δεν είναι κάτι τραγικό.
Και ποτέ δεν ήταν.
Συνέχεια φοβάμαι
Τις κατσαρίδες και τις κρεμάστρες ας πούμε,
τη μαλακία που δέρνει ανθρώπους
τον μηδενισμό της παγκοσμιοποίησης
και την ελιά στο εξοχικό των γονιών μου,
που την σκοτώσανε για να βάλουν ένα τσιμεντένιο παγκάκι
με θέα την επόμενη ελιά που στέκεται ακόμη.
Για να καταλάβεις, ένας παπάρας γείτονας όταν ήμουν μικρός, μας είχε δει με το κορίτσι μου να χαράζουμε τα ονόματά μας και φώναξε τον πατέρα μου.
Ο ίδιος άνθρωπος που έκανε το τσιμεντένιο παγκάκι.
Δεν νιώθεις σαν κατσαρίδα
όταν οι άνθρωποι επικοινωνούν με τους υπόλοιπους,
ενώ εσύ ακόμη κάνεις χειρονομίες
για να γίνεις κατανοητός;
όταν οι μπάτσοι σε γυρνάνε σπίτι
λέγοντάς σου
να αποφεύγεις τις κακές παρέες;
όταν ο γιατρός
σου λέει να κόψεις αυτά που κάνεις
για να περνάς καλά;
όταν η κολλητή της σου λέει πως είναι καλύτερα να πας να πέσεις από κανένα γκρεμό παρά να την ξανακυνηγίσεις;
όταν το ανεκτίμητο γίνεται καθημερινότητα λόγω εγρήγορσης του παγκόσμιου εσύ;
όταν η ανήθικη σκέψη που είχες, γίνεται μόδα και την κάνουν όλοι και χαμογελάνε ευτυχισμένοι, όπως χαμογελάνε μετά τις πορείες;
όταν πας σε μια πορεία και ύστερα όλοι χαμογελάνε στο καφενείο και στο δίκτυο;
λες και χτύπησαν κάρτα.
Δηλώνω όχι εδώ, όποιος κι αν είναι.
Δε γαμιέται..
Το μη είναι, έτσι κι αλλιώς είναι πιο ενδιαφέρον.
Εγώ, όπως και πολλοί από εσάς δεν ανήκουμε εδώ ρε...
Άντε πάμε να φύγουμε...
Ο καταναλωτισμός αναδομεί το Πλάσμα.
Δεν ζητάω τίποτα,
ούτε χειροκρότημα,
ούτε δημόσιο λιθοβολισμό.
Τα πάντα είναι δικά μου.
Τίποτα δεν είναι αληθινό.
Η σκισμένη ενόραση του Εγώ.
Όνειρα μέσα σε σκονισμένα βαζάκια.
Η ηχώ της ανθρωπρέπειας
τεμαχίζεται σε μικρά ουρλιαχτά
καθώς αντιμετωπίζει
τους αρμόδιους.
Τώρα βλέπω:
εμάς σμπαραλιασμένους,
μεθυσμένους
να σημαδεύουμε μετεωρίτες με τα μπουκάλια μας
ελπίζοντας να πέσουν πάνω μας.
Κι εσύ καθόσουν εκεί
Φορώντας ένα ασημένιο άρωμα
Κοιτώντας βαθιά μέσα στο ζεστό,
απόκοσμο Σύμπαν
Ψάχνοντας το πέρασμα στο ακρόνειρο,
Την μυρωδιά του Τελικού Παρατηρητή
Μια γεύση από σίδερο στην άκρη της γλώσσας
Ντύνουμε τους νεκρούς με γραβάτες,
με υπονοούμενα,
Θα γυρίζει ακόμη στο μυαλό μου αυτή η άσκοπη θυσία, όταν θα γίνω στάχτη
Που πήγε το αίμα μου
και γιατί
κάθομαι εδώ και σκορπάω αναπνοές
Ποιανού χάρτης είναι αυτό το μουσκεμένο κωλόχαρτο εκεί πάνω;
Κι εσύ καθόσουν εκεί
Φορώντας αυτό το απόκοσμο Σύμπαν τυλιγμένο στο λαιμό σου
Οι πατούσες σου βρεγμένες από την ηδονή
Τα μαλλιά σου ξυρισμένα από τα άστρα
Άγρια απελέκητη ματιά
Μετάξι, μόνο μετάξι τυλίγει το κορμί σου.
Μετά, δεν άντεξες,
πήρες φωτιά.
Πάλι.
Μην αφήσεις τα παιδιά να σε πιάσουν και να σου πουν την αλήθεια τους.
Είναι πίσω σου.
Οι αναπνοές τους μαστιγώνουν τον γέρικο αυχένα.
Τι έχεις να τους πεις
Τα βήματά τους ανοίγουν ρήγματα
και χάνεσαι.
Τα ματωμένα γόνατά τους γελούν μπροστά στην αναπνοή σου.
Να προλάβεις να μην ακούσεις.
Για σένα πάντα, μην ακούσεις.
Προχώρα και τρέξε σαν να μην συνέβη τίποτα.
Χαμηλωμένα μάτια,
και τα αστέρια στο άλλο ημισφαίριο,
Ποτέ στο δικό μας.
Ποτέ για μας.
Ο ουρανός είναι μια φωτογραφία που έβαλε κάποιος εκεί για να χαζεύουμε.
Να κλείνουν οι πληγές με τον άνεμο.
Γιατί κάποιος έκαψε με τσιγάρο το μαύρο σεντόνι του ουρανού και εμείς κοιτάμε.
Κοίτα κάτω επιτέλους.
Ποιος πέταξε αυτές τις πέτρες.
Ποιος πετάει αυτές τις φωτιές.
Οι φλεγόμενες βάτοι σβήσανε πια.
Υγρές εικόνες σε όλη την υδρόγειο
και εμείς κοιτάμε!
Κοιτάξτε!
Τίποτα δεν συμβαίνει εδώ.
Τίποτα δεν υπάρχει εδώ.
Κανείς και τίποτα.
Ποιος να ακούσει.
Ποιος να αμυνθεί.
Δώς μου το χέρι σου να φύγουμε.
Δώς μου τα μάτια σου να σου ζωγραφίσω έναν παράδεισο.
Οι άνθρωποι πόσο μικροί φαντάζουν όταν πεθαίνουν.
Τι νοσταλγία να βγει πια από πεθαμένες πληγές.
Σιγά σιγά θα σε αφήσω και εγώ.
Είναι ανθρώπινο.
Η πληγή είναι ανθρώπινη.
Το να πληγώνεις είναι ανθρώπινο.
Το να σκοτώνεις είναι ανθρώπινο.
Τα πάντα είναι ανθρώπινα επιτέλους σε αυτήν την μικρή εξωγήινη γη;
Πόσος εγωισμός;
Τι δεν είναι ανθρώπινο;
Πόσο μπορείς να αντέξεις κρεμασμένος από τα μάτια;
Πόσα μάτια έχεις χωνέψει στα όνειρά σου;
Πόσες εικόνες;
Πόσο;
Αυτή η χωρητικότητά μας.
Αυτή μας σκοτώνει τελικά.
Θύμωσα.
Κρίμα είναι.
Δεν ξέρω με ποιον.
Μάλλον με εμένα.
Σας αγαπώ όμως.
Και η αγάπη ανθρώπινη είναι.
Δεν είναι το σύμπαν σου αυτό.
Δεν είναι αυτό που ονειρεύτηκες.
Αλλιώς γιατί σφίγγεις αγκαλιά το μαξιλάρι
και ιδρώνεις με ύπουλα όνειρα,
από αυτά που σε κάνουν να φτιάχνεις καινούρια σύμπαντα.
Εγκλωβισμός
Ξέρεις τι θα πει.
Να έχεις σκουπίδια στο χρηματοκιβώτιο
και την αλήθεια πόρνη να ψάχνει πελάτες.