Saturday, March 31, 2012

Thursday, October 21, 2010

ALGEBRA SUICIDE - please respect our decadence



'Of the many vocalist/instrumentalist duos to emerge in and around the new wave, this Chicago team was quite unique, a fascinating marriage of Don Hedeker's music and Lydia Tomkiw's poetry. Over the course of its career, Algebra Suicide flirted with pop forms and occasionally shared stylistic ground with both Laurie Anderson and the Velvet Underground but never wavered from its own individual path.

The eponymous debut, a four-song 7-inch, offers a sketchy but atmospheric mix of guitar and rhythm box behind Tomkiw's coolly intoned short texts, which include the haunting and memorable "True Romance at the World's Fair," among the group's most enduring pieces. An Explanation for That Flock of Crows adds bass, better sound and new vocal inflections (Tomkiw nearly sings "Tonight") to the recitation of four more numbers made accessible — even catchy — by tangible, occasionally narrative ideas and strong internal tempos. Algebra Suicide isn't rock'n'roll, but even those with an aversion to poetry should try the pair's concise records.

SOURCE: http://holywarbles.blogspot.com/

Monday, October 18, 2010

Γυναίκα, έρχεσαι πάντα…





Όλα τα δικά σου τα ξέρω.
Πώς κοιτάς όταν λες ψέματα.
Πώς κόβεις το κρέας με το μαχαίρι.
Πώς ακριβώς μυρίζει η επιδερμίδα σου.
Ακουμπώ το κεφάλι στην κοιλιά σου
και τα έντερά σου γουργουρίζουν.
Την Γυναίκα την αγαπάς στο σύνολό της,
ή καθόλου.

*

Έρχεσαι πάντα
μαζί με το μουνί σου.

*

Ο σημερινός ερωτισμός
της φαίνεται κοινότυπος.
Εξίσου μπανάλ είναι ο Παρθενών.

*

Μουνί, εσύ, σκοτεινό,
Μουνί κλειστό, Μουνί σιωπηλό,
Μουνί που δεν μου χαμογελάς πια,
Μουνί στεγνό και Μουνί θυμωμένο,
κάνω υπομονή, δείχνω επιμονή,
περιμένοντας να ραγίσεις άλλη μια φορά
και να ξαναγίνεις το Μουνί που ξέρω
— το Μουνί της Συμφιλίωσης
με τον εαυτό μου.

Friday, October 1, 2010

Αγέλαστος Πέτρα



«Αγέλαστος Πέτρα»… Η Ελευσίνα είναι μια μικρή βιομηχανική πόλη 20 χλμ.
Δυτικά της Αθήνας. Με την πόλη αυτή δέθηκε από τα προϊστορικά ακόμη χρόνια ο αγαπημένος μύθος των Αρχαίων, όπου κάθισε αγέλαστη, η Θεά Δήμητρα, συντετριμμένη από την εξαφάνιση της κόρης της, Περσεφώνης.

Εδώ πρωτοκαλλιεργήθηκαν τα Θεία δώρα, τα Δημητριακά, εδώ αναπτύχθηκαν οι μεγαλύτερες βιομηχανίες της Ελλάδος με καταστροφικές συνέπειες για την περιοχή και το Ιερό. Κινηματογραφούμε γι’ αυτή την πόλη επί μια δεκαετία από τη μεριά του προσκυνητή, ανακαλύπτοντας κτερίσματα από το αρχαίο πρόσωπο εντοιχισμένα στην σύγχρονη ζωή. Η Ελευσίνα είναι δυτικά, σημείο και όριο για να δει κανείς τον κόσμο γύρω του όσο και τον εαυτό του.

Η Περιουσία Της Μνήμης «Η μόνη μας περιουσία είναι η μνήμη. Η Ελευσίνα είναι ένα αυτούσιο κομμάτι της Ελλάδος. Ισως πιο κακοποιημένο. Είναι η Ελλάδα στην οποία γυρίσαμε την πλάτη μας. Γι’ αυτό ένοιωσα ότι, ως άνθρωπος και ως πολίτης αυτής της χώρας, οφείλω ένα πολύ μεγάλο συγνώμη» Φίλιππος Κουτσαφτης.

Ο Φίλιππος Κουτσάφτης

Γεννήθηκε το 1950 στη Ζαγορά του Πηλίου. Σπούδασε κινηματογράφο, στην Αθήνα, στη Σχολή Σταυράκου. Νωρίτερα είχε τελειώσει μια σχολή μηχανολογίας. Με τον κινηματογράφο ασχολείται από το 1977, αρχικά ως βοηθός οπερατέρ κι από το 1983 ως διευθυντής φωτογραφίας, το οποίο είναι και το επάγγελμα που δηλώνει.

Έχει κάνει 14 ταινίες μεγάλου μήκους (ανάμεσα σ' αυτές «Τα παιδιά του Κρόνου» του Γ. Κορδά, και η πρώτη ταινία του Δ. Αβδελιώτη «Το δέντρο που πληγώναμε») και αρκετές ταινίες για την τηλεόραση, κυρίως ντοκιμαντέρ, σαν διευθυντής φωτογραφίας.

Η πρώτη του απόπειρα σαν σκηνοθέτης ήταν το 1987 με το ντοκιμαντέρ «Σεμνών Θεών» που αφορούσε μια σωστική ανασκαφή στον Κολωνό. Τα τελευταία χρόνια εργάζεται σαν σχεδιαστής φωτισμών σε θεατρικές παραστάσεις.

Thursday, September 16, 2010

Θεόφιλος Χατζημιχαήλ



Η ακριβής χρονολογία γέννησης του Θεόφιλου δεν είναι γνωστή. Ωστόσο θεωρείται πως γεννήθηκε κατά το διάστημα 1867–1870 στην Βαρειά της Λέσβου. Ο πατέρας του, Γαβριήλ Κεφαλάς, ήταν τσαγκάρης ενώ η μητέρα του, Πηνελόπη Χατζημιχαήλ ήταν κόρη αγιογράφου. Σε νεαρή ηλικία επέδειξε μέτριες σχολικές επιδόσεις αλλά και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ζωγραφική, πάνω στην οποία απέκτησε βασικές γνώσεις δίπλα στον παππού του.

Η ζωή του ήταν πολύ δύσκολη εξαιτίας του κόσμου που τον χλεύαζε, επειδή κυκλοφορούσε φορώντας την παραδοσιακή φουστανέλα. Σε ηλικία περίπου δεκαοκτώ ετών εγκατέλειψε το οικογενειακό του περιβάλλον και εργάστηκε ως θυροφύλακας («καβάσης») στο Ελληνικό Προξενείο της Σμύρνης. Εκεί έμεινε για μερικά χρόνια, πριν εγκατασταθεί στην πόλη του Βόλου, περίπου το 1897, αναζητώντας ευκαιριακές δουλειές και ζωγραφίζοντας σε σπίτια και μαγαζιά της περιοχής ενώ σήμερα σώζονται τοιχογραφίες που πραγματοποίησε εκεί. Τα περισσότερα χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο Πήλιο. Προστάτης του εκείνη την περίοδο, στάθηκε ο κτηματίας Γιάννης Κοντός, για λογαριασμό του οποίου, ο Θεόφιλος πραγματοποίησε αρκετά έργα. Η οικία Κοντού αποτελεί σήμερα Μουσείο Θεόφιλου. Εκτός από την ζωγραφική του δραστηριότητα, ο Θεόφιλος συμμετείχε στην διοργάνωση λαϊκών θεατρικών παραστάσεων στις εθνικές γιορτές και την περίοδο της Αποκριάς, όπου κρατούσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο, άλλοτε ντυμένος σαν Μεγαλέξανδρος, με τους μαθητές σε παράταξη μακεδονικής φάλαγγας, και άλλοτε σαν ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης, με εξοπλισμό και κουστού­μια που έφτιαχνε ο ίδιος.

Το 1927 επέστρεψε στην Μυτιλήνη. Εικάζεται πως αφορ­μή για την αναχώρηση του από τον Βόλο, ήταν ένα επει­σόδιο σε ένα καφενείο, όταν κάποιος — για να διασκε­δάσει τους παρευρισκόμενους — έριξε τον Θεόφιλο από μία σκάλα όπου ήταν ανεβασμένος και ζωγράφιζε.

Στην Μυτιλήνη, παρά τις κοροϊδίες και τα πειράγματα του κόσμου, συνεχίζει να ζωγραφίζει, πραγματοποιώντας αρκετές τοιχογραφίες σε χωριά, έναντι ευτελούς αμοιβής, συνήθως για ένα πιάτο φαγητό και λίγο κρασί. Πολλά από τα έργα του αυτής της περιόδου έχουν χαθεί, είτε από φυσική φθορά είτε εξαιτίας καταστροφής τους από κατόχους τους. Στην Μυτιλήνη, τον συνάντησε ο καταξιωμένος τεχνοκριτικός και εκδότης Στρατής Ελευθεριάδης (Tériade), ο οποίος διέμενε στο Παρίσι. Στον Ελευθεριάδη οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η αναγνώριση της αξίας του έργου του Θεόφιλου αλλά και η διεθνής προβολή του, που ωστόσο σημειώθηκε μετά το θάνατό του. Με έξοδα του Ελευθεριάδη ανεγέρθηκε επίσης το 1964 το Μουσείο Θεοφίλου στην Βαρειά.

Ο Θεόφιλος πέθανε τον Μάρτιο του 1934, παραμονές του Ευαγγελισμού, πιθανότατα από τροφική δηλητηρίαση. Ένα χρόνο αργότερα, έργα του εκτέθηκαν στο Μουσείο του Λούβρου ως δείγματα της δουλειάς ενός γνησίου λαϊκού (ναΐφ) ζωγράφου της Ελλάδας.

Source wikipedia: http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%98%CE%B5%CF%8C%CF%86%CE%B9%CE%BB%CE%BF%CF%82_%CE%A7%CE%B1%CF%84%CE%B6%CE%B7%CE%BC%CE%B9%CF%87%CE%B1%CE%AE%CE%BB

Thursday, June 10, 2010

Monday, June 7, 2010

(i)deal


"τα ξένα παιδιά είναι σαν τις κλανιές", λέει ο μοζ στο ideal, "οι ξένες σε ενοχλούν, αλλά τις δικές σου τις λατρεύεις", μιλώντας για το παιδί που περιμένει η γυναίκα του -λίγο πριν σε μια απολαυστική συζήτηση είχε δηλώσει ότι τα μισεί.
ας πούμε ότι τολμούσε κάποιος με μεγάλα αρχίδια να κάνει σίριαλ στη χώρα των ορθόδοξων αγιατολάχ το σενάριο που έχει σαν πρωταγωνιστή έναν υπέρβαρο ντίλερ ναρκωτικών [τον μοζ], που δεν βγαίνει ποτέ απ' το σπίτι του και όλη μέρα πουλάει χασίς και στρίβει μπάφους. ας πούμε επίσης ότι του έβαζε για κολλητό έναν μπάτσο, πρώην ρέιβερ, που του ''σπρώχνει'' όλο το χόρτο που κατάσχει το τμήμα του για να το πουλήσει, ενώ κρυφά του πηδάει την γκόμενα [κάθε πέμπτη]. ας πούμε επίσης ότι μέσα σ' αυτό το σπίτι μπαινοβγαίνουν ένας κακοποιός με αναστολή κι η γκόμενά του [μια ισπανή πόρνη που την εξαπάτησε όταν έχασε τη μνήμη της λέγοντάς της ότι ήταν ζευγάρι], μία μπέιμπι σίτερ στόκος που δεν μπορεί να ξεχωρίσει τα φύλα των μωρών που κουβαλάει μαζί της, [ενώ πηδάει τον πιτσιρικά που τη βάζουν να φυλάξει, μένει μαζί του έγκυος και τον κάνει πατέρα], ένας εγκληματίας [με μάσκα ποντικιού κολλημένη μονίμως στο πρόσωπό του] που κόβει τις παλάμες όσων σκοτώνει, ένας γκέι που κάποτε ήταν φανατικός στρέιτ αλλά τώρα αλλάζει κάθε μέρα γκόμενο, ένας ευαγγελιστής-τεχνικός που έρχεται να αλλλάξει τα υδραυλικά και γίνεται θανάσιμος εχθρός του μοζ [ο mark e smith παίζει το ρόλο του χριστού!], και μια νεκρόφιλη γειτόνισσα που είναι ερωτευμένη με το μοζ [και κυκλοφορεί με μάσκα σφήκας].
ας πούμε ότι όλα αυτά κατάφερναν να γίνουν ελληνικό σίριαλ και έβγαινε στον αέρα, υπήρχε περίπτωση να άφηναν να προβληθεί δεύτερο επεισόδιο ή θα μάζευε αντιδράσεις και μηνύσεις, ακόμα κι αν παιζόταν τα ξημερώματα; δεν υπάρχει περίπτωση να δεις σε ελληνικό σίριαλ τύπους να στρίβουν και να καπνίζουν μπάφους, ανθρώπους που ζουν με επίδομα ανεργίας και συμπαθητικούς ντίλερ [για να μην αναφέρω τα πιο ακραία], ούτε μία στο εκατομμύριο.
το ideal [i deal] ετοιμάζεται για τον έκτο κύκλο από το bbc και είναι γυρισμένο όλο μέσα σε ένα διαμέρισμα, που σημαίνει ότι τι να τις κάνεις τις ακριβές παραγωγές αν έχεις τέτοιο σενάριο και -κυρίως- έμπνευση; σκατά στα μούτρα μας, τόσα πεταμένα λεφτά για αηδίες, βλέπεις τέτοιες δουλειές και σκέφτεσαι μην σώσουν να ξανακάνουν ελληνικό σίριαλ.
συν τοις άλλοις το ideal έχει και απίθανη μουσική, από τις καλύτερες που έχουν ακουστεί ποτέ σε αγγλικό σίριαλ:

Friday, June 4, 2010

Mistaken beliefs about Louis-Ferdinand Céline



Thursday, March 25, 2010

A response to Dr. Tom Sunic's "Louis Ferdinand Céline — An Anarcho-Nationalist"

By Michael Hoffman
www.RevisionistHistory.org

"I wrote nothing against the Jews… all I said was that 'the Jews are pushing us into war,' that's all. They had a fight with Hitler and it was none of our business, we shouldn't have mixed into it. The Jews have had a war of lamentation for two thousand years and now Hitler has given them more lamentations..."
-- "A Talk with Louis-Ferdinand Céline," Evergreen Review (vol. 19; 1961).

Dr. Sunic: "He was an anticommunist..".

Fact: Céline wrote, "The only thing Jews really fear is Communism without Jews."

Dr. Sunic: "He was...an anti-Christian."

Fact: In middle and old age, yes. At the start of his career no. For example in Mea Culpa he praises the Early Church Fathers.

Dr. Sunic: "...the replicas of his nihilist character.."

Fact: Nihilism is defined as the rejection of all moral principles and the belief that life is meaningless. Céline had very high moral principles, that is why he never compromised with or surrendered to Judaism and Zionism, even in his last years. Céline was passionate about the white race, earnestly desiring its survival. He was a medical doctor to the poorest of the poor. He fought for the honor of Ignaz Philipp Semmelweis, the rebel physician who was expelled from medicine for insisting on proper hygiene for pregnant women. Céline cared deeply and profoundly for his world, his people and for the truth. He was not a "nihilist."

Dr. Sunic: "Upon his return to France in 1951, the remaining years of Céline's life were marred by legal harassment, literary ostracism, and poverty. Along with hundreds of thousands Frenchmen he was subjected to public rebuke that still continues to shape the intellectual scene in France."

Fact: France in the 1950s and 60s was a paradise compared with France in the 21st century. Céline in that time, while still a kind of moral leper, under some threat of physical reprisal from Communists (hence the fence and the guard dogs in Meudon), was interviewed on radio and national television. The interviewers are respectful, even awed. Allen Ginsberg, William S. Burroughs and other famous avant-garde writers beat a path to his door. As for poverty in his last years, if he was poor it was not penury, but rather genteel poverty in a dilapidated mansion. I doubt, however, that he was indeed poor. He was extremely frugal. He seems to have had a steady income from his books. He was still published by Gallimard (a major French publishing house). Arno Breker, the sculptor, testified that Céline went into a Bohemian phase late in his life and dressed shabbily, but not due to poverty.

Céline had no use for the organized "nationalist" movement or the collaborators who fled France with him, as his trilogy North, Castle to Castle and Rigadoon make clear. In Paris he had treated wounded members of the French Resistance privately. Still he was on their list to be assassinated. He thought the Germans had gone soft on French café society, failing to institute a revolution. He refused to broadcast for the Nazis.

He poked fun at the Aryan movement for its negativity - the emphasis on being against Judaic people - and he felt revulsion at the Aryan movement's pride and self worship (rabbinic characteristics!). Martin Luther, Friedrich Nietzsche and L-F Céline all share one trait in common: whether in the Germans or the French, they could not abide the infiltration of racial megalomania - rabbinic-type vanity - all of which pervade the white nationalist movement today. Céline was constantly knocking not only Judaic leaders and philosophers but the pride of the French. For example, he wrote that he and other French civilians fled Paris as the German army approached, but no matter how fast they ran they could not catch up with the French army, who were running even faster!

The white nationalists can't account for Céline's humorous assault on patriotism and national pride, so they attribute it to a modern ideology, "anarchism" or "nihilism." Céline was not at all a modern person however, and least of all an ideologue of any kind. Céline's derision for the French army matches William Langland's derision for the English Catholic hierarchy in the 14th century. L.F. Céline had a medieval mind. His revulsion was for modernity and everything connected with it.

Even my friend Humphrey Ireland ("Wilmot Robertson") fell into this misapprehension when he sub-titled this writer's article about Céline in Instauration magazine, "For Céline nothing was sacred." It is not true.

Céline was a satirist and if not an Aryan Communist (though an argument can be made that he was), then a leveler who despised plutocrats and class distinctions and privileges. His worldview was that of the crafty and shrewd Breton (i.e. Celtic) peasant. His greatest insight, at least for me, was his penetration and deconstruction of the Renaissance, which, everywhere else in our society, is portrayed as the apogee of western man. For Céline the Renaissance represented the coming of "scientism and the social robot." Céline and Frances Yates were the thinkers who first truly opened my eyes to this era, to the worm in the Renaissance apple and yet, nothing is more counter-intuitive for the white nationalist movement.

Céline was a medieval man in many respects: the ribald and scatological nature of his writing, the earthiness, the Piers-the-Ploughman disdain for the Church and the clergy and human respect -- but not for the centuries old culture that Christianity had cultivated, which is only hinted at in Mea Culpa.

One facet of Christian wisdom that can be found in his philosophy is the fact that Céline despised the deification of man. This is why he could never fit into the Aryan/white nationalist movement. Like the Bolsheviks, the Aryans had made man into everything. Though he railed against the race-blind doctrine of Christianity, and in the biting satire that is his trademark, he referred to St. Peter as "a chanting Al Capone," he is rooted in a thousand years of Catholic peasant culture. Death was always before him. He said that we "give birth astride a grave." This made him immensely indifferent to what the New Testament calls "human respect." Most of us aspire to being indifferent to what people think, but we don't often realize that certain saints throughout history have deliberately sought to be hated and misunderstood, partly out of contempt for humanity and partly to tame their pride. This is the essence of Christian virtue. Céline believed that the Church since the Renaissance had domesticated man and made him fear the opinions of other men when it came to speaking racial or religious truths: "...the white man...let the church corrupt him…you're not allowed to say anything like that… the Pope is watching, be careful… say nothing! heaven forbid… No! It is a sin… you'll be crucified… keep it still… be quiet… be a nice dog… don't bark… don't bite… here is your pap… shut up!"

But Céline did speak up, in the prelude to World War II and even during that war, and he was hated fiercely for it. The government of France officially declared him a "national disgrace."

As someone who does not believe the stories of mass deaths by gassing in Auschwitz, I know what it means to be ostracized and stigmatized, as every revisionist who has gone public does, to some extent or other. Whereas we lament it and wish we could be liked by our fellow man, Céline reveled in it. These words of his, since we know that he lived them, are perhaps among the boldest expressions of a heroic human spirit that I have ever encountered:

"I do and will continue to do, everything in order to be and remain, if not the richest then at least the most unpopular man in France...The total contempt of all of humanity is extremely pleasant to me..."

Personally, this is what I believe it means to be a Christian. True Christianity is always a counter-culture and will always attract hatred. Most of us can't take it, though. We're not saint material. We're not heroes. We fear being hated and we structure our lives so as not to have to deal with hatred from others. No real progress or enlightenment is achieved by people who fear being hated, however. For all his rough language and eroticism, Céline possessed an other-worldly asceticism. He did not have any use for the vanity of the modern world. He saw that much of what we care about is ephemera and much of what we avoid is of great value. These are Christian insights, but he grew sick of the corruption in the Church, as people today are sick of a Vatican brotherhood that secretly facilitates the molestation of children.

The ancient Catholic peasant wisdom emphasizes that we are all going to die; that we are all inauthentic -- ham actors puffed up with ridiculous pride and the willed forgetfulness we impose on ourselves concerning our destiny --in the grave. Doctors, nurses and soldiers see that destiny every day. Céline had been a soldier (wounded in World War I), a medical student, and then a physician and a pacifist. He declared that the only honest humans, mankind stripped bare of pretense and conceit, were the sick ("when it comes to human beings, I'm only interested in the sick...the ones who can stand up are nothing but mounds of vice and spite"), and the imprisoned (he had been a prisoner in Denmark).

Céline did not want a white national "ism" or "movement." He wanted a community which he termed Aryan Communism and which had existed in the Middle Ages in Europe. The modern "white nationalist movement" is too degenerate and too doctrinal. It has lost sight of the biological imperative of the large family; of the fact that the most fundamental power politics consists of large families networking and bonding together in work and prayer. Parades, speeches and meetings without the former constitute a fragile illusion; an apparition conjured by intelligence agencies.

For Céline there was something higher than race worship; race worship being a form of rabbinic materialism. Yet, there is nothing higher than race among the paradoxically childless, sterile Aryan "movement" today, and because of that sterility Europe will be steamrolled by the fecundity of the Levant, the Indian sub-continent, Latin American and sub-Saharan Africa.

One cannot talk of Céline's writing without speaking of his music, as I found when I first heard Céline recited in French from memory by Robert Faurisson. Though I did not understand the words, I heard the melody. Does anyone discern the music of Céline behind the caricatures of him now in vogue: the avant-garde writer and the anarchic racist satirist?

It is a tune from medieval Celtic soil, from the age when peasants had a song for every activity and task; when European men and women were far more human, humble and communal; they had not fallen prey to the contemporary Aryan movement's rabbinic conceit that they are gods, a conceit which represents the Judaization of the Aryans, who are forever accusing Christians of being Judaized.

There would be no place for Céline in any political movement today and not because he was a nihilist. In a degenerate society drowned in all that is digital, mechanical, artificial and arrogant, the Célines among us can only be exhibits in a rarefied zoo.

Copyright ©2010 www.RevisionistHistory.org

Saturday, May 22, 2010

οι φιλοι των βουνων

Στατικό θαύμα, απλά να κοιτάς κάτι, εκκένωση, αγάπη. Χτυπάει η πόρτα από τον αγνώριστο. Ερώτηση, παράδοση, απόδοση. Εκκένωση. Μακάρι να ήξερα να παίζω το βιολί. Μακάρι. Εκκεντρικός πόλεμος. Φτιάχνω μηχανή για να με προβληματίζει. Να με οραματίζει. Πολυετής θάνατος από μέσα, εσωτερικά της καμπαρτίνας. Τόση δα μνήμη. Τόση δα. Άδικο. εκκένωση και αντικατάσταση. Μετακομίζουμε συνέχεια και δεν το καταλαβαίνουμε. Κανένα πνευματικό δικαίωμα δεν υπάρχει. Εφόσον δεν υπάρχει πνευματική ιδιοκτησία. Έτσι νομίζω. Λίγη ωριμότητα δεν βλάπτει. Ας πουλήσουμε ό,τι θεωρούμε πουλημένο. Τα δοκίμια για τον άνθρωπο. Τα ερωτήματα της φιλοσοφίας. Τα στατικά θαύματα και τις γενεσιουργές αιτίες. Αφού δεν υπάρχουν αποτελέσματα. Όχι πια. Όχι τώρα πια δεν υπάρχουν. Δε ξέρω. Δε νομίζω. Εκμετάλλευση. Ευδιάκριτη. Εκμετάλλευση του σουρεαλισμού. Δεν υπάρχει αίσθηση. Εκκένωση. Αθώα. Ο Κάιν ακόμα ζει. Μόνο αυτός ζει. Προέκταση ραδιοφώνου και τρίξιμο τραπεζιού. Μονάχα αυτός ζει μεταξύ ζωής και θανάτου. Εκμετάλλευση σουρεαλισμού. Ψήγματα παράνοιας. Κορμί κάτω από το δέρμα. Συννεφιά δύο ιντσών. Χτυπάει η πόρτα από τον αγνώριστο. Ερωτήσεις. Φευγιό. Αφίξεις, γεμίζεις μια ζωή με αναχωρήσεις. Το φευγιό. Πες το θάνατο. Ο Αγνώριστος. Έσω έτοιμος τρόμος. Μακάρι να ήξερα καμιά προσευχή να συλλαβίζω την ώρα που χάνομαι για πάντα. Ίσως κι όχι. Για πάντα. Υπερσυντέλικος, αγάπη. Το νόμισμα που συντροφεύει ματαιόδοξα το πτώμα. Κορμί από μέσα. Σιγά μη κοχλάζει το αίμα. Κόβει βόλτες. Υστερία. Μονάχα βόλτες κόβει μέσα στο κορμί. Αυτό. Ύστερα παγώνει. Εκκένωση. Αυτό μάλλον. Έτσι φεύγει ο Φόβος. Μάλλον. Έτσι αλλάζει η συνήθεια και γίνεται ..κάτι άλλο. Πόρισμα. Συμπέρασμα. Εκκένωση. Αιτία να ασχοληθείς μετέπειτα. Κι άλλο. Λίγο παραπάνω. Λίγο λιγότερο από όσο χρειάζεται, πάντα χρειάζεται λίγο παραπάνω, αλλιώς προσπερνάς τον εαυτό σου και. Τίποτα. Τίποτα το σημαντικό. Μάλλον. Έτσι φεύγει ο εαυτός από το κορμί του. Με προσπέραση. Χωρίς φόβο. Αδειάζει τη γωνιά. Και παγώνει το αίμα. Όποιο αίμα. Αν ήταν ποτέ ζεστό. Αν και αν , θα πάρουμε το δρόμο του Βουνού. Με τις κασέτες μας. Και τα όνειρα. Να μη ξεχάσουμε τα όνειρα. Σημαντικό αυτό. Να βρούμε και το δρόμο. Κι αυτό σημαντικό. Το Βουνό. Περιμένει. Τι άλλο να κάνει ένα Βουνό; Περιμένει. Εμάς τους αγνώριστους. Να συστηθούμε. Να πούμε κάνα τραγούδι. Να παρηγορηθούμε. Να το βαφτίσουμε αυτό απόδραση. Έξοδο. Να κάνουμε δικές μας παραδόσεις. Και τσίπουρο. Και αφελή πράγματα. Γιατί όχι; Τι σημασία έχει; Λίγη ανωριμότητα δε βλάπτει. Κάποιος φεύγει, κάποιος μένει. Πίσω. Για να θυμάται. Για να μπορέσει να ξεχάσει κάποτε. Για να θυμάται και να ξεχνάει τα πάντα. Όπως κάνανε και αυτοί που έφυγαν. Πριν. Λίγο πιο πριν. Μάλλον. Σκηνές από το παρελθόν, που επαναλαμβάνονται στο μέλλον, οι φιγούρες γίνονται βιτρίνες, οι λόγοι γίνονται δικαιολογίες, δε λέω τίποτα, το παρελθόν μοιάζει σαν ασβός σε κάποιους, δε θέλω να το χαλάσω, άλλοι θυμούνται αυτόν τον ασβό σα παγώνι, δε θέλω να τους το χαλάσω, πολύ βαθιά στη κόλαση εμείς αυτοί που έχουν πατρίδα τους το μέλλον, και, κοίτα να δεις, είναι κοινός ο θάλαμος, χα, με αυτούς που έχουν σα πατρίδα το παρελθόν, πατρίδα, ωραία έννοια, απλή, κλείνεις τα μάτια σου και σε θάβουν στη πατρίδα, είναι κάπως ωραίο, ανούσιο όμως, δεν έχει όμως σημασία, δε το χαλάω, πατρίδα, είναι το μέρος σου, κάτι σα σημείο αναφοράς, μικρό είναι, στενό είναι, αλλά είναι δικό σου, και, χαίρεσαι κάτι να είναι δικό σου, ποιος ξέρει γιατί, και, σε λίγο θα πάρεις το δρόμο για το βουνό, και η πατρίδα θα είναι το βουνό, ή όχι, μήπως όχι, μήπως πατρίδα είναι εκείνο που αφήνεις πίσω φεύγοντας, στην αρχή του κόσμου δεν είχαμε πατρίδες, αλλά δεν έζησα την αρχή του κόσμου, τι γνώμη να έχω, πώς να το πω σωστά, δεν υπάρχει πατρίδα, αλλά είναι εκεί, ξημερώνει, βραδιάζει και είναι ακόμη εκεί, σαν τον αγνώριστο η ένα ποτήρι με φαρμάκι, τα βουνά είναι εκεί πάντα, δε ξέρω, δε πολυκαταλαβαίνω, ας μη χάσουμε το νόημα, εκείνου του οποίου θα βγει το συμπέρασμα γιατί συμπέρασμα δε θα βγει, και, λογικό, θα την πατήσουμε πάλι σαν πατριώτες, ίσως κι όχι, ποιος θέλει τέλος πάντων μια πατρίδα σαν τα μούτρα του, προσπαθώ να πω κάτι εδώ τώρα, δεν μπορώ να τσαλακώσω μια τσαλακωμένη εικόνα, το κορμί κάτω από το δέρμα είναι γερασμένο πάντα, από πάντα, τέλος πάντων, ίσως βγει πιο μετά, θα αρχίσει να ουρλιάζει, δεν τα μπορώ αυτά, δε ξέρω ποιος τα μπορεί τελικά, δεν είμαι φτιαγμένος από το υλικό που φτιάχνουν κουλ άτομα και κουλ συνειδήσεις, τώρα μιλάμε για τη ζωή μου και το πώς τη χαράμισα, ή, πως θα τη χαραμίσω, κρατάω σκορ, πρέπει να κρατάς σκορ σε κάτι τέτοια, αλλιώς δε ξέρεις, όχι πως έχει σημασία αλλά να, πάντα πρέπει να κάνεις κάτι ,είναι τρομερό, απλά κάποια στιγμή γίνεσαι κοινωνικά δυσλειτουργικός και τέλος, τέρμα, εκκένωση, το κορμί από μέσα σφυρίζει, τέλος πάντων είσαι 14 και μετά 41 και δεν έχω να πω κάτι εδώ, ο κόσμος περιφέρεται γύρω από το γελοίο άξονα του σα καρνάβαλος και, ύστερα, τίποτα, και τώρα τίποτα, και, τότε τίποτα.


Εκκένωση. Τέλος πάντων.

Thursday, May 6, 2010

stereo nova - το ταξίδι της φάλαινας

Ζεστό καλοκαίρι, κρατάς ακόμα
κίτρινο αέρα φυσάει ένα μεγάλο στόμα
απ' το ραδιόφωνο οι εκφωνητές ασκούν υπεροχή
ανασταίνουν και θάβουν χωρίς καμιά διακοπή
ασταμάτητα κανάλια τρώνε το μυαλό μας
έχουμε χάσει τόσα που δεν ξέρουμε τι είναι δικό μας
οι φτωχοί ξέρω πως είναι περισσότερο φτωχοί
κι οι πλούσιοι βαριούνται την τρελή τους ζωή
μέσα από έντυπα μας καλούν να ζήσουμε μια άλλη ζωή
μα είναι ζωή αυτή;
όταν μια οικογένεια ζει μ' ένα μισθό εκατό χιλιάδες
οι τύραννοι χαϊδεύουν κοιλιές μεγάλες
και δεν είναι μόνο αυτό, μας κυνηγούν χιλιάδες μάρκες
έξτρα φόροι, έξτρα Φ.Π.Α., έξτρα σκατά
κι ένας πόλεμος δίπλα μας που κανείς δεν τον σταματά
και κανείς δε διακινδυνεύει
η αγάπη μάς διαφεύγει
κι αντί γι' αυτό ψιθυρίζουμε διαφημίσεις
χρησιμοποιούμε το σεξ για ν' αποφύγουμε τις σχέσεις
κι απ' το ταξίδι της φάλαινας είμαστε τόσο μακριά
σ' ένα παιδικό τραγούδι το μυαλό μου ξυπνά
κι ακούω τα πλοία να διασχίζουν τις θάλασσες
είχα τόσα ωραία πράγματα κι εσύ μου τα χάλασες

Σαν κατεψυγμένα κρέατα πουλιούνται τα πρότυπα
ταυτιζόμαστε με ήρωες κι αλλάζουμε πρόσωπα
πολύ αργά καταλαβαίνουμε πως ήταν σα μια στύση που πέφτει
ένα εκατομμύριο στερεότυπα που δεν έχουν πια καμιά γεύση
με κάνουν ν' απορώ πώς στεκόμαστε αδιάφοροι στο ψέμα
γιατί χάνουμε χρόνο όταν μέσα μας τρέχει το αίμα
σαν οδοντόπαστες λιώνουμε μπροστά απ' την τηλεόραση
κοιτάμε εικόνες έχοντας χάσει την αρχική όραση
κοιτάζοντας τα ιδρωμένα πρόσωπα κάθε γλείφτη
καθαρίζουμε φρούτα για να διατηρούμε την αργή μας σήψη
καθαροί στρέιτ γιάπις διασχίζουν λεωφόρους
περήφανα στήνουν το μέλλον με δικούς τους όρους
σαν έξυπνοι βλάκες φέρνουν τη ντροπή της εκπαίδευσης
κι από μια περιστρεφόμενη θέση καμαρώνουν γι' αυτή τη δικαίωση
το 2000 η μόδα θα τους θέλει ντυμένους με δερμάτινα
πιο γυμνασμένους
να κυβερνούν κατώτερα όντα άτιμα
κι απ' το ταξίδι της φάλαινας είμαστε τόσο μακριά
σ' ένα παιδικό τραγούδι το μυαλό μου ξυπνά
κι ακούω τα πλοία να διασχίζουν τις θάλασσες
είχα τόσα ωραία πράγματα κι εσύ μου τα χάλασες

Στην πίστα του αεροδρομίου έχει νυχτώσει
ένα εκατομμύριο αστέρια φωτίζουν ό,τι μ' έχει πληγώσει
ένας φίλος μου απόψε εγκαταλείπει αυτή τη χώρα
κατά βάθος λυπάται μα δε βλέπει και την ώρα που η ζωή του θ' αλλάξει
όταν τ' αεροπλάνα πετάνε
η γη απλώνεται και οι άνθρωποι ξεχνάνε
είναι τρομέρο το θέαμα
η αίσθηση αυτή ότι πετάς
δεν έχω άλλη εκλογή
ένα κίτρινο ταξί περιμένει
φυσάει, θα χειμωνιάσει
δύο ώρες και ξημερώνει
συννεφιασμένη Κυριακή
πρώτη μέρα του χειμώνα
σκέφτομαι τους πιο σημαντικούς ανθρώπους αυτού του αιώνα
απ' το δεξί καθρεφτάκι ο κόσμος μένει πίσω
ποτέ δεν είχα τίποτα κι απόψε θέλω να σε φιλήσω
να μείνεις στα μάτια μου σαν άδειο τοπίο
να κάνουμε έρωτα στο αστεροσκοπείο
κουλουριασμένοι σα μπάλα να εκτοξευθούμε
μέχρι που ειρηνικά στο διάστημα να κοιμηθούμε
κι απ' το ταξίδι της φάλαινας είμαστε τόσο μακριά
σ' ένα παιδικό τραγούδι το μυαλό μου ξυπνά
κι ακούω τα πλοία να διασχίζουν τις θάλασσες
είχα τόσα ωραία πράγματα κι εσύ...

Friday, April 23, 2010

Σοφία 120 χρόνων απο τον Γιωργο Σουρή (1853-1919)


Κλέφτες φτωχοί και άρχοντες με άμαξες και άτια,
κλέφτες χωρίς μια πήχυ γη και κλέφτες με παλάτια,
ο ένας κλέβει όρνιθες και σκάφες για ψωμί
ο άλλος το έθνος σύσσωμο για πλούτη και τιμή.

Όλα σ’αυτή τη γη μασκαρευτήκαν
ονείρατα, ελπίδες και σκοποί,
οι μούρες μας μουτσούνες εγινήκαν
δεν ξέρομε τί λέγεται ντροπή.

Ο Έλληνας δυό δίκαια ασκεί πανελευθέρως,
συνέρχεσθαί τε και ουρείν εις όποιο θέλει μέρος.

Χαρά στους χασομέρηδες! χαρά στους αρλεκίνους!
σκλάβος ξανάσκυψε ο ρωμιός και δασκαλοκρατιέται.

Γι’ αυτό το κράτος, που τιμά τα ξέστρωτα γαϊδούρια,
σικτίρ στα χρόνια τα παλιά, σικτίρ και στα καινούργια!
Και των σοφών οι λόγοι θαρρώ πως είναι ψώρα,
πιστός εις ό,τι λέγει κανένας δεν εφάνη...
αυτός ο πλάνος κόσμος και πάντοτε και τώρα,
δεν κάνει ό,τι λέγει, δεν λέγει ό,τι κάνει.

Σουλούπι, μπόϊ, μικρομεσαίο,
ύφος του γόη, ψευτομοιραίο.
Λίγο κατσούφης, λίγο γκρινιάρης,
λίγο μαγκούφης, λίγο μουρντάρης.
Σπαθί αντίληψη, μυαλό ξεφτέρι,
κάτι μισόμαθε κι όλα τα ξέρει.
Κι από προσπάππου κι από παππού
συγχρόνως μπούφος και αλεπού.
Και ψωμοτύρι και για καφέ
το «δε βαρυέσαι» κι «ωχ αδερφέ».
Ωσάν πολίτης, σκυφτός ραγιάς
σαν πιάσει πόστο: δερβέναγας.

Θέλει ακόμα -κι αυτό είναι ωραίο-
να παριστάνει τον ευρωπαίο.
Στα δυό φορώντας τα πόδια που’χει
στο ’να λουστρίνι, στ’αλλο τσαρούχι.

Πηγή: http://radar-gr.blogspot.com

Thursday, January 28, 2010

Wednesday, January 20, 2010

Saturday, January 2, 2010

Happy 2010






Thursday, December 10, 2009

Thursday, November 26, 2009

Flash (is) Back: Τσιφόρος Νίκος, Το Μεγάλο Παιδί Της Πιάτσας



Ο Νίκος Τσιφόρος ήτανε φαινόμενο για τα δρώμενα του ελληνικού κινηματογράφου της χρυσής εποχής (1950-1970). Τότε που οι εταιρείες του Φ. Φίνου και του Κ. Καραγιάννη μεσουρανούσαν με τις ταινίες τους, που σκορπίζανε το γέλιο και το δάκρυ στον διψασμένο Έλληνα. Ήτανε φαινόμενο, γιατί με το ευρηματικό του χιούμορ κατάφερνε να σκαρώνει αυθεντικά κείμενα και να σατυρίζει τα κακώς κείμενα της Αθηναϊκής κοινωνίας της εποχής. Πλήθος ταινιών, δημοσιευμάτων και βιβλίων, φέρνουνε τον αθάνατον αυτό χιουμορίστα στις πρώτες σειρές της ελληνικής λογοτεχνίας.
Tο ταλέντο του δεν μπορούσε να χωρέσει στη διάρκεια μιας ταινίας ή στις σελίδες ενός βιβλίου. Επεκτεινόταν ως εκεί που φτάνει η φαντασία και το χιούμορ. Συχνά αυτό το χιούμορ κι αυτή η φαντασία δεν είχαν όρια. Ευτυχώς δεν είχαν όρια, για να κάνουν εμάς, τους απλούς θνητούς να γελάμε με τα καμώματα όσων διακωμώδησε. Κάποιος κριτικός τον χαρακτήρησε "ευφυολόγο" κι όχι άδικα. Ήτανε πάντα ετοιμόλογος, πάντα σκόρπαγε τ' αστεία του παντού, αστεία που του έρχονταν αυθόρμητα κείνη τη στιγμή χωρίς να 'ναι προμελετημένα.
Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1911, από εύπορους Έλληνες γονείς -Ο πατέρας του είχεν επιχειρήσεις εκεί και προερχόταν από παλιά ιστορική οικογένεια της Λίμνης, με ιδιόκτητη τη μητρόπολη Αγία 'Αννα, Παναγιά- και δυο χρόνια αργότερα η οικογένεια εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Από τα 11 του χρόνια, άρχισε ν' ασχολείται μανιωδώς με το γράψιμο, ενώ τη πρώτη του επιθεώρηση την έγραψε το 1928 για ένα θερινό θέατρο στη Φρεαττύδα. Η πρώτη του αυτή προσπάθεια απέτυχε αλλά δεν απογοητεύτηκε. Μετά τη στοιχειώδη του εκπαίδευση, σπούδασε Νομικά και Πολιτικές Επιστήμες κι άσκησε για λίγο το επάγγελμα του δικηγόρου, εργάστηκε για δυο χρόνια στο Ελεγκτικό Συνέδριο και στη συνέχεια παραιτήθηκε για να μπαρκάρει στα καράβια. Ως το 1939 άλλαζε συνέχεια επαγγέλματα, αλλά συνέχιζε να γράφει δημοσιεύοντας κείμενά του σε διάφορα έντυπα. Ήταν όπως ισχυριζόταν, έξω από πολιτικά, μα βρέθηκε το 1937 φακελωμένος επί Μεταξά. Τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με διάφορε εφημερίδες (Φιλελεύθερος, Βήμα, Ελεύθερος Κόσμος) και περιοδικά (Τραστ, Ρομάντσο, Ταχυδρόμος, Πάνθεον), ενώ έγραψε πάνω από 40 θεατρικά έργα και περισσότερα από 80 σενάρια. Κάποια απ' αυτά τα 'γραψε μόνος του κι άλλα σε συνεργασία, κυρίως με τον Πολύβιο Βασιλειάδη -με τον οποίο δημιούργησαν ένα από τα πιο σημαντικά δίδυμα θεατρικών συγγραφέων.
Ένας από τους πιο εξαίρετους δημοσιογράφους, θεατρικούς συγγραφείς, σεναριογράφους αλλά και σκηνοθέτες, με μεγάλο θεατρικό, συγγραφικό και κινηματογραφικό έργο, χαρακτηρίζεται από χιούμορ, με ανελέητο σαρκασμό κι ειρωνεία ενάντια στην αυταρχικότητα και στο δεσποτισμό. Όμως υπήρξε κι υπερασπιστής του λούμπεν προλεταριάτου κι αναδεικνύει από τα "Παιδιά Της Πιάτσας" ότι το περιθώριο της εποχής έχει πολύ μεγαλύτερο πλούτο συναισθημάτων από τους νεόπλουτους μικροαστούς τους οποίους καταστηλιτεύει.
Το πρώτο του επιτυχημένο θεατρικό το 'γραψε στα χρόνια της Κατοχής. Ήτανε το 1944, όταν ο θίασος του Δημήτρη Χορν και της Μαίρης Αρώνη αποφάσισε να ανεβάσει στο θέατρο Ακροπόλ το θεατρικό έργο του, «Η Πινακοθήκη Των Ηλιθίων» που αμέσως γνώρισε επιτυχία, όπως άλλωστε όλα σχεδόν τα θεατρικά του έργα από κει και μετά, πολλά από τα οποία αποτελούσαν συνεργασίες με τον Πολύβιο Βασιλειάδη. 4 χρόνια μετά, τη περίοδο 1948-49, έκανε και τη πρώτη του ταινία, που προβλήθηκε με τίτλο «Τελευταία Αποστολή», σε σενάριο και σκηνοθεσία δική του. 'Αλλα θεατρικά και ταινίες του ήταν: «Ο Κύριος Που Ξέρει Τις Γυναίκες», «S.O.S. Μιντανάο», «Γάντι & Σαρδέλα», «Ο Καλός Μας 'Αγγελος», «Η Κυρία Του Κυρίου», «Ο Χρυσός Κι Ο Τενεκές», «Το Κοροϊδάκι Της Δεσποινίδος», «Ο Τελευταίος Τίμιος», «Το Έξυπνο Πουλί», «Ο Κλέαρχος, Η Μαρίνα Κι Ο Κοντός», «Οι Γαμπροί Της Ευτυχίας», «Αγάπη Μου Παλιόγρια», «Η Ωραία Των Αθηνών», «Ο Θησαυρός Του Μακαρίτη», «Έλα Στο Θείο», «Αχ! Αυτή Η Γυναίκα Μου» κ.ά.
Πολλά θεατρικά του έργα μεταφέρθηκαν και στη μεγάλη οθόνη από άλλους σκηνοθέτες, ενώ ο ίδιος κατά τη διάρκεια της καρποφόρας σκηνοθετικής του σταδιοδρομίας έγραφε αυθεντικά κινηματογραφικά σενάρια ξεκινώντας από τα στούντιο της ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ. Έγραψε επίσης πολλά ευθυμογραφήματα σε περιοδικά κι εφημερίδες καθώς και ραδιοφωνικά κείμενα. Γνώρισε μεγάλη επιτυχία κι ως πεζογράφος, διακρινόμενος για το ευρηματικό του χιούμορ και την ικανότητά του στην σατιρική απόδοση ιστορικών γεγονότων. Έργα του όπως «Τα Παιδιά Της Πιάτσας», «Τα Παλιόπαιδα Τα Ατίθασα», «Εμείς Κι Οι Φράγκοι», «Σταυροφορίες» κλπ. συναντούν φανατικούς αναγνώστες σε κάθε εποχή. 'Αλλα βιβλία του: «Ελληνική Μυθολογία», «Ρεμάλια Ήρωες», «Ιστορία Της Αγγλίας», «Βιβλικά Χαμόγελα», «Παραμύθια Πίσω Απ' Τα Κάγκελα», «Μίλων Φιρίκης», «Όμορφη Θεσσαλονίκη» κ. ά.
Συχνά επισκεπτόταν τη Λίμνη, όπου στο καφενέ του Γρίσπου έδινε σκακιστικές μάχες. Πέθανε στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της χούντας το 1970 κι από τον Οκτώβρη του 1995 τα οστά του μεταφέρθηκαν στο οικογενειακό του εκκλησάκι στη Λίμνη. Θεωρείται λησμονημένος και παραμελημένος νεοέλληνας λογοτέχνης, σε σχέση με τη μεγάλη του προσφορά στα γράμματα του τόπου.

Source: http://www.peri-grafis.com/ergo.php?id=1057

Friday, November 13, 2009

Diogenes on Death



Diogenes was asked, "What is the difference between life and death?

"No difference."

"Well then, why do you remain in this life?"

"Because there is no difference."

Tuesday, November 10, 2009

Η χρήση του ρήματος γαμώ

Δρόμοι
ΡΟΥΣΣΟΣ ΒΡΑΝΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: 31 Ιουλίου 2002

... δικαστήριο της Αυστραλίας αποφάσισε ότι η χρήση της λέξης «γαμώ» από αστυνομικό προς γυναίκα υφισταμένη του δεν ήταν προσβλητική. Οι επίμαχες φράσεις του αρχιφύλακα ήταν οι εξής: «Αστυφύλακα, έλα εδώ, ρε γαμώτο! Γιατί τα γαμημένα τα μηνύματα δεν είναι πάνω στο γραφείο μου; Δεν με νοιάζει τι θα κάνεις, ρε γαμώτο, τα θέλω τώρα!». Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, το οποίο αναλύει ο Αυστραλός δικηγόρος Τζούλιαν Μπερνσάιντ, που έχει και γλωσσικές ανησυχίες, «ο αρχιφύλακας Άντερσον συνηθίζει να χρησιμοποιεί τη λέξη "γαμώ" ή τα παράγωγά της - το ίδιο και οι υπόλοιποι στο αστυνομικό τμήμα, ακόμη και η ίδια η αστυφύλακας Κόβιν - και είναι κάτι που ανήκει στη γενικότερη "αστυνομική κουλτούρα"».
Μια ενδιαφέρουσα...

... λέξη είναι η λέξη «γαμώ», λέει ο Μπερνσάιντ. Έχει πολλές αρετές: συντομία, προσαρμοστικότητα, εκφραστικότητα και καθολική αναγνωρισιμότητα. Το κακό είναι ότι έχει ελάχιστα ευγενικά συνώνυμα. Τα περισσότερα από αυτά, με τη σεξουαλική σημασία τους, παραπέμπουν κυρίως στη ζωολογία. Έτσι, όποτε θέλουμε να αναφερθούμε στη δραστηριότητα που περιγράφει το ρήμα «γαμώ», χωρίς παράλληλα να διατρέξουμε τον κίνδυνο να βρεθούμε στις κοινωνικές παρυφές, αναγκαζόμαστε να καταφεύγουμε σε περιφράσεις: κάνουμε έρωτα, κοιμόμαστε (;) με κάποιον, συνάπτουμε σεξουαλικές σχέσεις, αλλά τίποτα από όλα αυτά δεν μοιάζει να διαθέτει την εκφραστική δύναμη που έχει το δισύλλαβο ρήμα. Ίσως σε αυτή τη δύναμη οφείλει το ότι εξορίστηκε από τα λεξικά των περασμένων αιώνων μέχρι το 1960, όταν η δίκη της Λαίδης Τσάτερλι το απελευθέρωσε από τα γκουλάγκ των καταδικασμένων λέξεων.
Για την εξορία...
Your browser may not support display of this image.

... της λέξης «γαμώ» από το λεξιλόγιό μας θα πρέπει να ανατρέξουμε στις ιδέες του Τζορτζ Όργουελ, που έχει γράψει για τη χρήση της γλώσσας ως εργαλείου ελέγχου της σκέψης. Όταν η σκέψη αμαρτάνει, η γλώσσα προσπαθεί να το κρύψει. Έτσι, ανάμεσα στον ευγενικό λόγο και την απαγορευμένη λέξη, η καθωσπρέπει κοινωνία βρήκε ένα σωρό ενδιάμεσους τρόπους για να πει αυτό που κάνουν όλοι: παίζουμε τη μαμά με τον μπαμπά, παίζουμε τον γιατρό, κάνουμε μωρό, βολεύουμε, «κανονίζουμε». Όσο πιο χιουμοριστικό είναι το συνώνυμο, τόσο πιο εύκολα γίνεται αποδεκτό (φωτ. χιουμοριστικό μπλουζάκι: «Γαμάω στο πρώτο ραντεβού»).
Ως λήμμα...

... στο λεξικό, λέει ο Μπερνσάιντ, το ρήμα «γαμώ» είναι μια πολύ καλή, ρωμαλέα, ευέλικτη και περιγραφική λέξη. Ίσως, μάλιστα, εάν οι άνθρωποι, που κάνουν σπονδές στις κοινωνικές συμβάσεις, καταλάβουν κάποτε ότι το σεξ είναι και αυτό ένα «νόμιμο» μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης, τότε δεν αποκλείεται η λέξη «γαμώ» να γίνει αποδεκτή και στην καθωσπρέπει γλώσσα. Άλλωστε, εξέφρασε κάποτε την ψυχική ανάταση ενός ολόκληρου λαού, στη φράση «Για την Ελλάδα, ρε γαμώ το!».

Jesus -is sick of us-

Wednesday, September 23, 2009

Monday, September 14, 2009

Sunday, September 6, 2009

Retina



I photographed my grandfathers camera.I find it beautiful..cause its not plastic and the design is simple.

Out by the Open

inside

Blue monster



Restless , inpatient , greedy blues monster